Πέστε μου την γνώμη σας.

Φίλοι επισκέπτες. Εκτιμώ ιδιαίτερα την γνώμη σας και την κριτική σας. Σας ευχαριστώ που είχατε την υπομονη να διαβάσετε τις ιστορίες μου. Αφήστε μου κι ένα σχόλιο με την γνώμη σας.
Κωστής

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Η θειά μου η Θοδώρα.

Για να μην γκρινιάζουμε συνέχεια, ν' αποχαιρετήσοουμε το 2011 μ' ένα εύθυμο και τολμηρό ριζίτικo τραγουδάκι από τα χωριά μου.


Η θεια μου η Θοδώρα


Με τη θεια μου τη Θοδώρα
επηγαίναμε στη χώρα.

Κι ήλεγέ μου κι ήλεγά τση
κι έκανέ μου κι έκανά τση.

Και στου Μπαμπαλή στο δέτη
θέτω τση αμπωχτέ(*) και πέφτει.

-Ίδε τόπος και λιβάδι
ε και θεια μου νάσουν άλλη.

-Κάμε γυιε μου τη δουλειά σου
και ταχιά 'μαι πάλι θεια σου.

Να κι ο μπάρμπας απο πέρα
με μια δίστομη μαχαίρα.

-Ίντα κάνεις μπρε τση θειας σου
κι είν' τα σκέλια τση στ' αυτιά σου;

-Κοιλιδόπονος την πιάνει
και ζουλίζω τη να γιάνει.

-Ζούλιζέ τηνε παιδί μου
απού νά 'χεις την ευχή μου.



(*)Θέτω τση αμπωχτέ = τη σπρώχνω. Αμπώχνω=απωθώ, σπρώχνω.


Κωστής Τζαγκαράκης . Δεκέμβρης 2011.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Ο Θεόφιλος.


Ο Θεόφιλος

Ήταν δύσκολα χρόνια για τους χριστιανούς της Κρήτης εκείνα που ακολούθησαν την μεγάλη επανάσταση του 1866. Έγιναν πολλές σφαγές, έγινε η ανατίναξη της Μονής του Αρκαδίου από τους υπερασπιστές της, και η καταπίεση των Τούρκων πάνω στον χριστιανικό πληθυσμό ήταν δυσβάσταχτη.
Στα χωριά, τα καλύτερα και πιο αποδοτικά κτήματα τα είχαν από χρόνια αρπάξει οι Τούρκοι, και για τους χριστιανούς είχαν αφήσει μόνο όσα δεν μπορούσαν να καλλιεργηθούν και ν' αποδώσουν. Οι Τούρκοι πάντα έβρισκαν τρόπο ν' αρπάξουν τις καλύτερες περιουσίες των Χριστιανών.
Τον Αποκόρωνα, εκατό χρόνια πιο πριν, τον λυμαινόταν ο περίφημος αγάς, ο Αληδάκης, τουρκοκρητικός γενίτσαρος, που είχε τον πύργο του στο χωριό Εμπρόσνερος. Με δολοφονίες, εκβριασμούς, ψευδομαρτυρίες και ληστείες, είχε καταφέρει να συγκεντρώσει υπό την κατοχή του ολόκληρο σχεδόν τον Αποκόρωνα, μέχρι που οι αγανακτισμένοι Κρητικοί τον έκαψαν μέσα στον πύργο του στην επανάσταση του 1770 μαζί με την φρουρά του και ξεθεμέλιωσαν και τον πύργο.
Μετά το 1866 όμως, με παρεμβάσεις και πιέσεις από τις τότε μεγάλες δυνάμεις έγιναν τα πράγματα κάπως πιο ελαστικά για τους χριστιανούς, που άρχισαν να νιώθουν κάποια ανακούφιση. Εκείνοι όμως δεν το έβαζαν κάτω, ήθελαν να ενωθούν τώρα με το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, και οι ξεσηκωμοί που ακολούθησαν, είχαν αυτόν το σκοπό.
Είπαμε πως στα χωριά τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα και για να μπορέσει κανείς να επιζήσει έπρεπε να είχε περιουσία που ν' αποδίδει. Ιδιαίτερα αν είχε κανείς οικογένεια μεγάλη, δύσκολα μπορούσε να την θρέψει.
Ο Μανώλης ο Σταματάκης είχε οχτώ παιδιά. Το μικρότερο από το μεγαλύτερο είχαν δώδεκα χρόνια διαφορά. Και δώδεκα ήταν και τα στόματα που έπρεπε να χορτάσει ο Μανώλης. Γιατί είχε και την μάννα του και την αδερφή του την Ζαμπιά, που είχε μείνει ανύπαντρη, να φροντίζει. Και τα έφερνε δύσκολα. Τα μικρά ήταν αχόρταγα. Ποτέ τους δεν σηκωνόντουσαν χορτασμένα από το τραπέζι.
Σκεφτόταν συνεχώς πως θα τα φέρει βόλτα. Μέχρι που του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον δεύτερό του γυιο, τον Θεόφιλο που ήταν 13 χρονών. Τον μεγαλύτερο τον ήθελε κοντά του, να τον βοηθά στις δουλειές και μαζί να μεγαλώσουν την υπόλοιπη φαμελιά. Έτσι γινόταν. Τα μεγαλύτερα παιδιά βοηθούσαν να μεγαλώσουν τα μικρότερα της οικογένειας.
Είχε ο Μανώλης έναν ξάδερφο στα Χανιά που ήταν τσαγκάρης. Είχε καλό μαγαζί με δυο παραγυιούς εκεί στο κέντρο, στα στιβανάδικα. Και μια φορά που βρέθηκε στα Χανιά έκανε μια επίσκεψη στον ξάδερφό του, και τον παρακάλεσε, αν γίνεται να πάρει τον Θεόφιλο για παραγυιό. Τα συμφώνησαν με τον ξάδερφο και σε μια βδομάδα ξανακατέβηκε από το χωριό στα Χανιά έχοντας και τον Θεόφιλο μαζί του. Στον δρόμο τον συμβούλευε πως να συμπεριφέρεται και να υπακούει και να φροντίσει να μάθει την τέχνη γρήγορα γιατί ψωμί γι αυτόν δεν είχε πια στο χωριό. Αν τον έδιωχνε τ' αφεντικό του, μαύρο φίδι που τον έφαγε.
Όταν φτάσανε στα Χανιά τον παρουσίασε και τον παρέδωσε στον ξάδερφο, λέγοντάς του πως έχει πάνω του την εξουσία που έχει και ο ίδιος ο πατέρας του. Αν δεν ακούει και δεν συμμορφώνεται με τις συμβουλές και τις οδηγίες του, ο ξάδερφος είναι ελεύθερος να τον κάνει μαύρο στο ξύλο, σαν τους αράπηδες τους χαλικούτηδες(*) που υπήρχαν εκείνα τα χρόνια στα Χανιά, σκλάβοι των πλούσιων τούρκων αγάδων.
Χαιρέτησε ύστερα ο Μανώλης ξάδερφο και Θεόφιλο και ξανακαβαλίκεψε πάλι τον γάιδαρό του για να επιστρέψει στο χωριό.
Ο Θεόφιλος όμως δεν είχε σκοπό ούτε ξύλο να φάει ούτε να γυρίσει ξανά στο χωριό και να πιάσει ξανά στα νεανικά χέρια του την τσάπα και να προσπαθεί να ζήσει σκάβοντας τα βράχια στις Μαδάρες. Από την αρχή που ξεκίνησε να δουλεύει, έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον και ζήλο για την τέχνη του τσαγκάρη. Του δίνανε στη αρχή εύκολες δουλειές. Να καρφώσει κανένα πέταλο που έλειπε από τις σόλες η τα τακούνια των στιβανιών που πήγαιναν στον μάστορα για επιδιόρθωση, να ράψει με την κερωμένη οργιά κανένα μπάλωμα στην τρύπια αρβύλα κανενός βοσκού ή να προσπαθήσει να διορθώσει το τακούνι του πασουμιού καμιάς χανούμισσας.
Ότι ξεκίναγε να φτιάξει, το κατάφερνε όπως του τόχαν δείξει να το κάνει και ακόμη καλύτερα. Δεν τούδειχναν κάτι για δεύτερη φορά. Αρκούσε η πρώτη. Γρήγορα έγινε ο καλύτερος κάλφας στο τσαγκάρικο και το αφεντικό άρχισε να του εμπιστεύεται περισσότερα και πιο πολύπλοκα πράγματα. Σε λίγο καιρό, άρχισαν να του αναθέτουν δουλειές πάνω σε καινούρια ζευγάρια υποδημάτων. Είτε ήταν μικρά γυναικεία μποτάκια ή ακόμη και τα στιβάνια τα βαριά τα κρητικά που φορούσαν όλοι, Τούρκοι και Ρωμιοί εκείνη την εποχή. Και όσοι είχαν αγοράσει ότι είχε περάσει από τα χέρια του ήταν ευχαριστημένοι και ξαναπερνούσαν από το μαγαζί.
Σε δυο τρία χρόνια είχε γίνει ο καλύτερος μάστορας. Το αφεντικό τον εμπιστευόταν με κλειστά μάτια. Είχε μάθει να παίρνει μέτρα από τους πελάτες για τα στιβάνια τους, να κόβει τα δέρματα οικονομικά και να κάνει σχέδια και πλουμιά πάνω στα πασουμάκια που ήθελαν οι χανούμισσες, που όταν τους έπεφτε κανένα σχέδιο που ήταν από την Πόλη και πρωτοφανίστικο στα Χανιά, σ' αυτόν το πήγαιναν να τους το αντιγράψει και να τους το φτιάξει.
Κάποια μέρα εμφανίστηκε στο μαγαζί μια πλούσια Εβραία, γυναίκα του μεγαλύτερου έμπορα των Χανίων κρατώντας κρυμμένο ένα περιοδικό που της είχαν φέρει από το Παρίσι. Ζήτησε τον Θεόφιλο και του έδειξε ένα ζευγάρι γοβάκια που φαινόντουσαν μέσα και τον ρώτησε αν μπορούσε να φτιάξει κάτι τέτοιο και για εκείνην. Φαινόντουσαν περίτεχνα και πολύπλοκα αλλά αυτό ήταν παιγνιδάκι για τον Θεόφιλο που τα ξεσήκωσε και τα έραψε για την πελάτισσά του και της εφάρμοσαν σαν γάντι.
Την άλλη μέρα, την ώρα που σχόλαγε από την δουλειά ο Θεόφιλος, είδε να τον περιμένει η υπηρέτρια του εμπόρου που τον πλησίασε και του είπε πως το αφεντικό της τον παρακαλεί να περάσει κανένα βράδυ από το σπίτι του, ένα μεγάλο αρχοντικό στην Οβριακή, την συνοικία που έμεναν οι Εβραίοι των Χανίων, κοντά στο λιμάνι.
Ο Θεόφιλος, περίεργος πήγε την άλλη μέρα το βράδυ μετά την δουλειά στο σπίτι του Εβραίου, και αφού τον περιποιήθηκε, του είπε το μεγάλο μυστικό. Να βάλει ο Εβραίος λεφτά, ν' ανοίξει ο Θεόφιλος μαγαζί δικό του, και να τον ξεπληρώνει σιγά σιγά, όταν θ' άρχιζε να έχει κέρδη. Η αλήθεια είναι πως ο Εβραίος είχε μια κόρη που θα τον κληρονομούσε και επειδή δεν έβρισκε στα Χανιά ομόθρησκό του κατάλληλο για γαμπρό, σκέφτηκε να πλευρίσει τον Θεόφιλο. Εκείνος όμως ήταν απονήρευτος και απάντησε πως θα το σκεφτεί και θα του απαντούσε σύντομα.
Την επομένη Κυριακή, κίνησε με τα πόδια να πάει στο χωριό, κάπου τριάντα χιλιόμετρα από τα Χανιά, και ζήτησε συμβουλές από τον πατέρα του. Εκείνος που είχε μάθει πια για την καπατσοσύνη και το ταλέντο του γυιου του, έβλεπε πως ο Θεόφιλος έχανε όσο παρέμενε υπάλληλος του ξαδέρφου του, αλλά και πάλι σκεφτόταν πως θάταν αγνωμοσύνη να εγκαταλείψει το αφεντικό του που στο κάτω κάτω τούχε μάθει την τέχνη. Είπε λοιπόν στον Θεόφιλο :
-Κάμε γυιε μου ότι σε φωτίσει ο Θεός. Αλλά πριν πάρεις οποιαδήποτε απόφαση, κουβέντιασέ το με το αφεντικό σου. Ξα σου.(**)
Ο Θεόφιλος επέστρεψε την ίδια βραδιά στα Χανιά για νάναι την επομένη στην ώρα του στην δουλειά του και το βράδυ, όταν έκλειναν το μαγαζί, άρχισε να το κουβεντιάζει με το αφεντικό. Εκείνος, που αγαπούσε τον Θεόφιλο στενοχωριόταν που θα τον έχανε γιατί χάρις σ' αυτόν είχε αποκτήσει την φήμη και την πελατεία το μαγαζί του, αλλά δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε ο Θεόφιλος.
Ήταν το αφεντικό χρόνια στην πιάτσα και ήξερε και τον Εβραίο και υποψιαζόταν τον σκοπό του τον απώτερο και συμβούλεψε τον Θεόφιλο με ποιο τρόπο να χρησιμοποιήσει τα λεφτά του Εβραίου, χωρίς άλλες δεσμεύσεις απέναντί του, εκτός από τις υποχρεώσεις για το δάνειο που θα του έδινε. Και ευχήθηκε καλή τύχη στον Θεόφιλο και του είπε πως πάντα θάναι δίπλα του για συμβουλές ή για οτιδήποτε χρειαζόταν εκείνος.
Ξαναγύρισε στον Εβραίο ο Θεόφιλος και συμφωνήσανε στην χρηματοδότηση του μαγαζιού που ξεκίνησε να φτιάχνει. Ορίσανε και χρόνο αποπληρωμής του δανείου με τον τρέχοντα τόκο και σε δυο μήνες το μαγαζί ήταν έτοιμο και ο Θεόφιλος αφεντικό. Με τις γνωριμίες και τις επαφές του Εβραίου, ο Θεόφιλος άρχισε να παραγγέλνει στην Ευρώπη καινούρια και πιο φίνα δέρματα για τα προϊόντα του και δεν προλάβαινε τις παραγγελιές των πελατών του.
Τούρκοι, Χριστιανοί, Εβραίοι, άντρες και γυναίκες, άνθρωποι της πόλης και από τα χωριά, έκαναν ουρά για να παραγγείλουν σ' αυτόν. Γρήγορα ο χώρος του μαγαζιού που είχε ανοίξει στα στιβανάδικα ο Θεόφιλος δεν ήταν αρκετός και βρήκε κοντά μια αποθήκη που την έκανε εργαστήριο και εκεί εγκατέστησε τους παραγυιούς και μαστόρους του. Επίσης και δυο μηχανές για γάζωμα των δερμάτων, πράγμα πρωτοφανίστηκο εκείνα τα χρόνια στα Χανιά, που τις δούλευαν δυο κοπέλλες, κορδελιάστρες που λέγανε.
Στον μισό χρόνο από εκείνον που είχαν συμφωνήσει, κατάφερε ν' αποπληρώσει το δάνειο του Εβραίου. Εκείνος δεν ευχαριστήθηκε την εξόφληση επειδή ο Θεόφιλος δεν θα εξαρτιόταν πια απο αυτόν αλλά δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά.
Ο Θεόφιλος, στα 28 του χρόνια, ψηλός και ομορφάντρας, ήταν ο καλύτερος εκείνη την εποχή γαμπρός στα Χανιά. Όλοι οι ευκατάστατοι Χανιώτες που είχαν κόρες της παντρειάς, άρχισαν να του κάνουν προξενιά για τις κόρες του. Και εκείνος πάλι καταλάβαινε πως ήταν καιρός του να παντρευτεί, είχε φτιάξει και ένα σπίτι δικό του στην Χαλέπα που εξελισσόταν στην αριστοκρατική συνοικία των Χανίων αφού εκεί είχαν μαζευτεί οι αρχές της πόλης, τα πλουσιόσπιτα όλα και τα προξενεία των ξένων δυνάμεων.
Κάποια στιγμή την καρδιά του την έκλεψε μια κοπελιά που μπήκε να ψωνίσει στο μαγαζί του. Όμορφη και γλυκομίλητη και διαβασμένη όπως έδειχνε, παρ' όλο που η μάννα της που την συνόδευε δεν την άφηνε να πει και πολλά μπροστά του. Την ήξερε την μάννα της κοπελιάς, ήταν γυναίκα πλούσιου Χριστιανού εμπόρου από καλό σόι, και από τις πιο φανατικές πελάτισσές του. Αποφάσισε να ζητήσει την κοπελιά από τον πατέρα της και έστειλε στο σπίτι του προξενητή το πρώην αφεντικό του.
Αν και ο Θεόφιλος δεν καταγόταν από σόι καλό, είδε την αξία του ο μέλλων πεθερός του, άρεσε και στην νύφη ο γαμπρός και τα συμφωνήσανε. Έγιναν οι γάμοι, έγιναν τα γλέντια, εγκατέστησε την γυναίκα του ο Θεόφιλος στο σπίτι του, της πήρε και μια κοπελιά από το χωριό του να την ξεκουράζει στις δουλειές του σπιτιού, και δεν έβλεπαν και οι δυο τους πότε θάρθει η ώρα να κλείσουν τα μαγαζιά και να βρεθεί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Περνούσε ο καιρός, και σε δυο χρόνια από τότε που έγινε ο γάμος, έμεινε η Μαρία η γυναίκα του Θεόφιλου έγκυος. Εκείνος πια πέταγε από την χαρά του. Γελούσαν και τ' αυτιά του και τα μουστάκια του. Δεν έμπαινε άνθρωπος στο μαγαζί να τον χαιρετήσει και να του πει τα συχαρίκια για τον διάδοχο που ερχότανε και να μην τον κεράσει ο Θεόφιλος.
Ήρθε ο καιρός που πιάσανε οι πόνοι της γέννας την Μαρία, ήρθε στο σπίτι η μαμμή, μαζευτήκανε στο σπίτι του μανάδες θειάδες και ξαδέρφες, ο Θεόφιλος κάτω στο καθιστικό με τον πεθερό του κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, φύσαγε και ξεφύσαγε από την αγωνία και την αναμονή, μέχρι που ακούστηκε το πρώτο κλάμα του μωρού πετάχτηκε πάνω και τρέχοντας ανέβηκε τις σκάλες να δει τον διάδοχο. Η μαμμή στην πόρτα δεν τον άφησε να μπει μέσα στην κάμαρα της γυναίκας του, παρά τούπε τα συχαρίκια για την όμορφη κόρη που απόχτησε.
Εκείνος, αποσβολωμένος πήγε να ψελλίσει ένα ευχαριστώ και με το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια του κατέβηκε ξανά κάτω, και έβαλε πίσω στην θέση του το πιστόλι που είχε ετοιμάσει για να ρίξει τις απαραίτητες μπαλωθιές για την γέννηση του γυιού του. Ο πεθερός του που τον είδε μουτρωμένο δεν τούπε τίποτα, τον χτύπησε στην πλάτη συγκαταβατικά και ανέβηκε την σκάλα να γνωρίσει την εγγονή του.
Την άλλη μέρα το μαγαζί στα στιβανάδικα δεν άνοιξε. Ούτε την παραπάνω. Άνοιξε καμιά βδομάδα αργότερα, με αφεντικό κάποιον που έβαλε ο πεθερός του αφού ο Θεόφιλος είχε εξαφανιστεί και κανείς δεν τον είχε δει ούτε είχε ακούσει κάτι γι' αυτόν από την επομένη της γέννησης της κόρης του. Λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί.
Περάσανε σιγά σιγά αρκετά χρόνια. Το μαγαζί του Θεόφιλου εξακολουθούσε να δουλεύει και χωρίς αυτόν αρκετά καλά. Η γυναίκα του έκανε το κουμάντο τώρα, φροντίζοντας παράλληλα και την την κόρη της που μεγάλωνε και ομόρφαινε.
Οι Τούρκοι είχαν φύγει πια από την Κρήτη που απέκτησε για ένα μικρό διάστημα την ανεξαρτησία της και μετά ενώθηκε με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα. Εκείνα τα χρόνια πολύς κόσμος έφευγε για μεγάλα διαστήματα να βρει καλύτερη τύχη στην Αμερική. Κάποιος που επέστρεψε από εκεί, είπε πως του φάνηκε, την εποχή που βρισκόταν εκεί, πως είδε τον Θεόφιλο. Δεν ήταν σίγουρος όμως.
Η κόρη του Θεόφιλου παντρεύτηκε και ο γαμπρός ανέλαβε το μαγαζί. Ήταν άνθρωπος έξυπνος και δραστήριος και σκέφτηκε να το μεγαλώσει και να εξετάσει τις προοπτικές για εξαγωγές πέρα από τον Ατλαντικό.
Με δείγματα της δουλειάς που έκανε το εργαστήριο στην Κρήτη, μπήκε στο καράβι και ταξίδεψε για να εξετάσει τις προοπτικές που θα είχε μια τέτοια κίνηση. Βρήκε εμπόρους, εισαγωγείς, και άλλους Έλληνες που βρισκόταν στις διάφορες πολιτείες που επισκεπτόταν. Όπου πήγαινε, ρωτούσε τους συντοπίτες του, που έβρισκε εκεί, αν είχε ακούσει κανείς για τον πεθερό του, που ποτέ δεν είχε γνωρίσει ο ίδιος.
Κάποια στιγμή βρέθηκε και στην πολιτεία του Οχάιο. Εκεί στο Σινσινάτι, ρώτησε ξανά για τον Θεόφιλο. Και κάποιος του είπε πως υπάρχει κάποιος Έλληνας με τέτοιο όνομα που είχε ένα μαγαζί καλό με παπούτσια και μπότες, και αν ήθελε, θα μπορούσε την άλλη μέρα να τον οδηγήσει εκεί.
Πραγματικά, την άλλη μέρα το πρωί, τον πήραν από το ξενοδοχείο που έμενε, και τον οδήγησαν στο κέντρο της πόλης. Εκεί, βρήκαν ένα μαγαζί κλειστό, με τα ρολά κατεβασμένα.
Πάνω από την είσοδο η πινακίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα: “Handmade Boots and Shoes”
και από κάτω με μικρότερα: “Theophilos Stamatakis”.
Είχε και μια πινακίδα κρεμασμένη μπροστά στα κατεβασμένα ρολά που έγραφε στα εγγλέζικα: “This shop is closing for ever”. Και από κάτω έγραφε στα Ελληνικά: “ Ο ιδιοκτήτης ανεχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μην τον αναζητήσετε ποτέ ξανά.”

Κωστής Τζαγκαράκης. Δεκέμβρης 2011.

(*) Χαλικούτηδες : Αφρικανοί που βρέθηκαν στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και παρέμειναν ακόμη και μετά την αποχώρηση των Τούρκων. Λένε πως ήταν υπολείμματα στρατευμάτων που είχαν χρησιμοποιήσει οι Τούρκοι. Έκαναν βαριές χειρωνακτικές εργασίες, το σημερινό χαμαλίκι που λέμε. Εκείνα τα χρόνια τα καράβια δεν πλεύριζαν στον μώλο του λιμανιού, και αυτοί ανέβαιναν πάνω, και ξεφόρτωναν αποσκευές και εμπορεύματα των επιβατών. Για να πάρουν το φιλοδώρημα και να βγάλουν το μεροκάματο, έπρεπε κάτι να κατεβάσουν από το καράβι. Έλεγαν λοιπόν στον επιβάτη που κουβαλούσε κάτι βαρύ “Χαλ ιλ κουτ εφέντη” δηλαδή άφησε κάτω το κουτί αφεντικό. Και από αυτό τους κόλλησαν το όνομα “Χαλικούτηδες”. Ακόμη και τώρα αν κάποιος είναι άπλυτος και βρωμιάρης, λένε στην Κρήτη: “Δες, σαν τον Χαλικούτη είναι αυτός”.

(**) Ξα σου : Με την αξία σου. Έκφραση που συνήθως λένε στην Κρήτη σε κάποιον που του αναθέτουν μια αποστολή. Να κάνει κάτι σημαντικό. Ο πατέρας στον γυιο του που φεύγει. Κάτι σαν παραγγελιά να τιμήσει τ' όνομά του. Να τον βγάλει ασπροπρόσωπο.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Η Νεραϊγδένια.


Η Νεραϊγδένια.


Το σπίτι, παλιό και ρημαγμένο, βρισκόταν πάνω από μια ρεμματιά στην ανατολική άκρη του χωριού. Περιτρυγιρισμένο απο παντού με καρυδιές και ελιές, μπορούσες από μακριά να διακρινεις μόνο τον πάνω όροφο. Κι όταν φυσούσε η νοτιά, μπορούσες να δεις τα μισοσαπισμένα παραθυρόφυλλα, ν´ ανοιγοκλείνουν από μόνα τους και να χτυπιούνται πάνω στους τοίχους που ήταν καρφωμένα. Τζάμια δεν έιχαν βάλει ποτέ σ' αυτά τα παράθυρα. Και τόσα χρόνια τώρα που τα εξώφυλλα χτυπιόντουσαν πάνω στους τοίχους, είχαν σχεδόν διαλυθεί. Τα σανίδια έπεφταν κομάτι κομάτι και όσα είχαν απομείνει λιγο κρατιόντουσαν ακόμη από τους μεντεσέδες. Ο χρόνος είχε αφίσει τα σημάδια του και πάνω στην στέγη. Όσα κεραμίδια δεν έλειπαν, ήταν σπασμένα ή κουνημένα από την θέση τους.
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς ν' αναζητήσει καταφύγιο ή προστασία από την βροχή και το κρύο κάτω απο την σκεπή αυτή. Για να το κάνει θα πρέπει να είναι πολύ απελπισμένος.
Και η Χρυσάνθη ήτανε. Και αυτό το ερείπιο έγινε το δικό της καταφύγιο. Δεν είχε που αλλού να πάει.
Ένα βραδυ, γυρνώντας, βρήκε την πόρτα του πατρικού σπιτιού κλειστή. Όπως βρήκε κλειστές και τις πόρτες των πιο κοντινών συγγενών. Όποια πόρτα και να χτύπησε εκεινο το βράδυ, την βρήκε κλειδαμπαρωμένη. Είχε φροντίσει από νωρίς γι' αυτο ο πατέρας της, ειδοποιώντας από νωρίς όλους τους κοντινούς συγγενείς.
Όλη τη νύχτα γύρναγε απο πόρτα σε πόρτα μάταια. Το ξημέρωμα δεν άργησε να 'ρθει, η νύχτα ήταν καλοκαιρινή και σύντομη και οι πρώτες αχτίνες του ήλιου άρχισαν να ζεσταίνουν την Χρυσάνθη, που την είχε πάρει ο ύπνος ακουμπισμένη σε μια πέτρα, σε μια γωνιά του αμπελιού του πατέρα της. Είχε διαλέξει το αμπέλι επίτηδες, γιατί ήξερε πως θα μπορούσε να μείνει εκεί κρυμμένη κάτω από τα κλήματα, χωρίς να την δει κανείς. Είχε κι ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι σε μια άκρη, όπου μπορούσε να χωθεί. Και τα σταφύλια που είχαν αρχίσει να ωριμάζουν σιγά σιγά, θα μπορούσαν να σβύσουν για λίγο την δίψα και την πείνα της μέχρι να δει τι θ' απογίνει.
Ξύπνησε απότομα καταϊδρωμένη και καμένη απο τις ακτίνες του ήλιου που είχε πια ψηλώσει και είχε αρχίσει να καίει πάλι τον κόσμο, όπως κάνει κάθε καλοκαίρι στην Κρήτη.
Έκοψε δυο-τρία σύκα από τη συκιά που βρισκόταν στην άκρη του αμπελιού, και δυο τσαμπιά σταφύλια που βρήκε κάπως πιο ώριμα, βρήκε και κάπως καλύτερο ίσκιο κατω από το μεγάλο κυπαρίσσι και κάθισε ν´ αναλογιστεί πως έφτασε στο σημερινό της κατάντημα και πως θα μπορούσε να επιβίωσει απο τώρα και μετά.
Όλα ειχαν αρχίσει μια δεκαριά μηνες νωρίτερα. Η Χρυσάνθη, δεκαοχτώ χρονών, με τα μάγουλα σαν τα ώριμα ροδάκινα, τα χείλη σαν τα κόκκινα βύσσινα και τα στήθη τα στητά και σκληρά, είχε πιάσει δουλειά σαν μαζώχτρα στα λιόφυτα του Χρήστου του Πέτρακα του μεγαλονοικοκύρη του χωριού. Είχε φτάσει σε ηλικία γάμου, κι' επρεπε και η ίδια με κάποιο τρόπο να βοηθήσει για τα προικιά της. Ο πατέρας της είχε κι άλλα θηλυκά να φροντίσει. Όλον τον χειμώνα η Χρυσάνθη, μαζί με τις άλλες μαζώχτρες, πριν ακόμη ξημερώσει καλά καλά, έπαιρνε τους δρόμους, με κρύο και με βροχή για το μεροκάματο. Με το τραγούδι και με το γέλιο της ν' αντηχεί σ' ολόκληρο το λιόφυτο, έστρωνε τις λινάτσες κάτω από τα δένδρα, και μετά σκαρφάλωνε πάνω και μ' ένα ραβδί τίναζε τον καρπό να τον μαζέψουν. Και να συνεχίσουν μετά σε άλλο δένδρο και σε άλλο, μέχρι να τελειώσουν το λιόφυτο και να μετακινηθούν άλλη μέρα σε άλλο.
Εκτός από το μεροκάματο η Χρυσάνθη είχε κι άλλον ένα λόγο να τρέχει μ' ευχαρίστηση κάθε πρωί στη δουλειά. Εκείνες τις μέρες, παραμονές των Χριστουγέννων, είχε έρθει με άδεια στο χωριό από τα σύνορα όπου υπηρετούσε την θητεία του ο Νικολής, ο μεγάλος γυιος του Πέτρακα. Και ερχότανε κι αυτός κάθε μέρα στα λιόφυτα για να βοηθήσει. Με τα μουλάρια του κουβαλούσε τις ελιές στο αλετριβιδιό. Και ήταν και λεβέντης και όμορφος. Και είχε πετάξει και δυο τρεις σημαδιακές κουβέντες στην Χρυσάνθη, όταν δεν τους άκουγε κανείς άλλος. Και μια φορά που η Χρυσάνθη βοηθούσε να φορτώσουν τα μουλάρια κι ακούμπησαν λίγο ο ένας με τον άλλο, η Χρυσάνθη απομακρύνθηκε ξαναμμένη με τα μάγουλα κατακόκκινα και την ανάσα της να βγαίνει με δυσκολία από το στήθος της.
Άρχισαν ν' αναζητούν ευκαιρίες να βρίσκεται ο ένας κοντά στον άλλο, και να ξεμοναχιάζονται όποτε μπορούσαν. Και τις έβρισκαν τις ευκαιρίες και έλιωναν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Οι μέρες της άδειας του Νικολή όμως πέρασαν γρήγορα και έπρεπε να φύγει ξανά πίσω για την μονάδα του, αλλά δεν περνούσαν με τίποτα οι μοναχικές μέρες της Χρυσάνθης στο χωριό μέχρι να περάσουν οι τρεις μήνες που ήθελε ακόμη για ν' απολυθεί από το στρατό. Τρία χρόνια της φάνηκαν πως κράτησαν. Γύρισε στο χωριό ο Νικολής, πολίτης πια, εκεί λίγο πριν το Πάσχα και η Χρυσάνθη πετούσε στους ουρανούς. Έβρισκαν ευκαιρίες να συναντιούνται σχεδόν κάθε μέρα. Και να χαίρονται την αγάπη τους.
Αλλά η αγάπη και ο έρωτας είχε δημιουργήσει προβλήματα. Και κάποια στιγμή η Χρυσάνθη αναγκάστηκε να πει στην μάννα της πως ήταν έγκυος και ποιος ήταν ο υπαίτιος. Κι εκείνη, με την σειρά της το μαρτύρησε στον πατέρα της. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Και τώρα η Χρυσάνθη κάθεται στην άκρη του αμπελιού και τα θυμάται όλα. Πως ξεκίνησαν και πους εξελίσσονται τα πράγματα. Ο πατέρας της βρήκε έναν μπάρμπα του Νικολή και είχαν μια αρκετά μακριά και έντονη συζήτηση πριν μια βδομάδα, ο μπάρμπας την μετέφερε στον πατέρα του Νικολή, έγινε συμβούλιο οικογενειακό για ν' αποφασίσουν τι να κάνουν και αν θα έπρεπε ο Νικολής να παντρευτεί την Χρυσάνθη, αλλά την επομένη το πρωί, ο Νικολής που έδινε όρκους αιώνιας αγάπης στην Χρυσάνθη φυγαδεύτηκε στην Αθήνα και μπήκε στην επιτήρηση ενός άλλου αδελφού του πατέρα του, και η Χρυσάνθη, με την κοιλιά να μεγαλώνει συνέχεια, έμεινε στο χωριό και τώρα κάθεται και συλλογάται όλα αυτά στην άκρη του αμπελιού, ατιμασμένη και αποδιωγμένη απ' όλους. Έπρεπε να σκεφτεί τι να κάνει. Να βρει μια λύση και έναν τρόπο να μπορέσει να μεγαλώσει το παιδί που ακόμη κράταγε στα σπλάχνα της γιατί ήταν ο καρπός του έρωτά της με τον Νικολή. Που τον αγαπούσε μ' όλη την δύναμη της ψυχής της, άσχετα αν εκείνος την είχε προδώσει.
Το μεσημέρι, εμφανίστηκε κάποια στιγμή η μικρότερη αδερφή της, σταλμένη κρυφά από την μάννα της με λίγο φαγητό και νερό. Και της είπε πως κανόνιζε η μάννα της, κρυφά, να μπορέσει να χρησιμοποιήσει η Χρυσάνθη, το σπίτι το παλιό το ερείπιο, στην άκρη του χωριού, που ο ξάδερφός της δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ μια που δεν έμενε στο χωριό παρά στα Χανιά.
Το βραδάκι, πήρε η Χρυσάνθη το δρόμο για το σπίτι που της υπέδειξαν, έσπρωξε την σαραβαλιασμένη πόρτα και μπήκε μέσα. Τρόμαξε τους ποντικούς που κυκλοφορούσαν εκεί και δεν είχαν ξαναδεί την παρουσία ανθρώπου σ' εκείνο το μέρος, τρόμαξε και η ίδια, και αποφάσισε το βράδυ να το περάσει έξω στην αυλή, μέχρι να ξημερώσει ο θεός τη μέρα του και να δει τι θα κάνει. Το πρωί, εμφανίστηκε μια θεία της με μια σκούπα και αργότερα δυο ξαδέρφες της και άρχισαν να την βοηθούν να τακτοποιήσει μια γωνιά στο σπίτι και να την κάνει κατοικήσιμη. Της έφεραν κι ένα στρώμα που το άπλωσαν πάνω σε τάβλες στηριγμένες σε δυο τρίποδα και έφτιαξαν ένα υποτυπώδες κρεββάτι, εκεί στην άκρη της κουζίνας και άρχισε να φτιάχνεται ένα σπιτικό, με ρούχα, σκεύη και αντικείμενα απαραίτητα, από τα περισσεύματα, τα λιγοστά που είχαν συγγενείς και γειτόνισσες. Και με τη βοήθεια και την κρυφή συμπαράστασή τους.
Και τρόφιμα της έφεραν, και ξύλα κάνα-δυο άντρες, και όλοι όσοι είχαν καρδιά και έδειχναν συμπόνια. Και ήσαν πολλοί όσοι έδειξαν ανθρωπιά. Αλλά ακόμη πιο πολλοί ήταν εκείνοι που δεν έδειχναν, ή ντρεπόντουσαν ή φοβόντουσαν να δείξουν.
Τελικά κατάφεραν όλοι μαζί να κάμουν κατοικήσιμο και ανθρώπινο ένα δωμάτιο, εκεί δίπλα στην κουζίνα, και όταν γεννήθηκε η κόρη της Χρυσάνθης, υπήρχε μέρος για να την ακουμπήσουν. Όσο και νάταν σκληρά και απάνθρωπα τα αυστηρά ήθη στην Κρήτη εκείνων των χρόνων, η συμπαράσταση και η βοήθεια που πήρε η Χρυσάνθη και η μικρή της κούκλα, ήταν συγκινητική. Γιατί ήταν πραγματική κούκλα η κόρη της. Πανέμορφο μωρό, με τα ξανθά μαλλάκια και τα μάτια τα πράσινα της μάννας της.
Παρ' όλη τη βοήθεια που είχε όμως η Χρυσάνθη, τα πράγματα στο χωριό ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Όταν μεγάλωσε λιγάκι η μικρή, την άφηνε σε μια θεια της και πήγαινε να κάνει κανένα μεροκάματο, όποτε έβρισκε. Ότι μπορούσε και όπως μπορούσε. Ακόμη και δουλειές σκληρές, σκαψίματα κλαδέματα που συνήθως κάνουν οι άντρες. Αργότερα, άρχισε να την παίρνει μαζί της όπου πήγαινε για δουλειά. Και η μικρή, που όσο μεγάλωνε ομόρφαινε, και τα χρυσά μαλλάκια της τώρα ανέμιζαν στον άνεμο, όπως έτρεχε γύρω γύρω στις ρεματιές και τα χωράφια, δεν ήθελε καθόλου να μένει μέσα στο στο σπίτι.
Μάζευε αγριολούλουδα, χάζευε τα πουλιά και τους τραγουδούσε και τους μιλούσε. Σαν ξωτικό ήταν. Μέχρι που μια μέρα μια γριά που την παρακολουθούσε, την είπε “Νεραγδένια”.
Και από τότε της κόλλησε της μικρής Κατερίνας. Έτσι την φώναζαν όλοι. Και της άρεσε αυτό το παρατσούκλι περισσότερο από τ' όνομά της. Όπως της άρεσαν και όλες οι ιστορίες για νεράιδες που της διάβαζε η μάννα της τα βράδια γιατί εκείνη ακόμη δεν είχε πάει στο σκολειό να μάθει να διαβάζει.
Έτυχε τώρα την εποχή που ήταν να πάει στο σκολειό η Κατερίνα, να χηρέψει μια μακρινή συγγένισσά της στα Χανιά, δεν είχε και παιδιά η ίδια, και πήρε στο σπίτι της την Χρυσάνθη και την κόρη της. Η Νεραγδένια κόντεψε να σκάσει από το κλάμα. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πάει να κλειστεί στους τοίχους του αρχοντόσπιτου στα Χανιά. Δεν μπορούσε ν' αποχωριστεί τα λουλούδια, τα πουλιά και τις πεταλούδες της στις ρεματιές του χωριού. Δεν είχε γεννηθεί για να είναι κλεισμένη μέσα αυτή. Και απειλούσε την μάννα της πως θα φύγει να γυρίσει στα βουνά, αν δεν της δίνανε υπόσχεση πως σε κάθε ευκαιρία θα γυρνούσαν να περνούν μερικές μέρες στο χωριό. Και, κατά κάποιο τρόπο, κράτησαν την υπόσχεσή τους.
Τέλειωσε το δημοτικό σχολειό, μπήκε στο γυμνάσιο, ήταν και καλή μαθήτρια η Κατερίνα και προχωρούσε με καλούς βαθμούς, να το τελειώσει. Και όσο μεγάλωνε, τόσο ομόρφαινε η Νεραγδένια και άρχισαν να την κυνηγούν όλα τα αρσενικά της πόλης, από δεκαπέντε χρονών και πάνω. Εκείνη όμως δεν είχε το μυαλό της στους έρωτες. Δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Και η μάννα της την πρόσεχε και την είχε συνέχεια από κοντά. Είχε μεγάλες βλέψεις γι' αυτήν. Είχε μαζεμένα χρήματα από τα μεροκάματα που έκανε και, μια που η κόρη της ήταν καλή μαθήτρια, θα προσπαθούσε να την σπουδάσει, για να ξεφύγει από τα βάσανα που είχε περάσει αυτή. Αλλά τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα σχεδιάζουμε.
Ήτανε γιορτές Χριστουγέννων, και η Χρυσάνθη με την κόρη της πήγαν καλεσμένες σε κάποιο συγγενικό σπίτι. Είχανε μεγάλη γιορτή εκεί, πολύς κόσμος, νεολαία και μεγαλύτεροι, πολύ το κρασί και το κέφι, δεν άργησαν, μετά το φαγοπότι να πιάσουν τον χορό οι νεώτεροι, και εκεί στο χορό είδε την Κατερίνα ο Μιχάλης και τρελάθηκε. Τον χτύπησε ο έρωτας κατακούτελα. Όλη τη νύχτα δεν είχε ξεκολλημό από δίπλα της. Χορέψανε, ξαναχορέψανε, μέχρι που πόνεσαν τα πόδια τους και όταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν τα ξημερώματα, δώσανε υπόσχεση ο ένας στον άλλο να τα ξαναπούνε. Τουλάχιστον αυτό. Συναντηθήκανε στη συνέχεια μερικές φορές στα Χανιά, αλλά η Χρυσάνθη που κάτι μυρίστηκε, ήταν βλέπετε και παθούσα, άρχισε να ρωτά την κόρη της, που είχε γίνει δεκαεφτά χρονών και τελείωνε εκείνο το καλοκαίρι το γυμνάσιο, που γυρίζει και που πάει. Και εκείνη της είπε για τον Μιχάλη. Κατάφερε να την πείσει πως πρέπει να ξεκόψει από αυτόν, γιατί μόνο σε καλό δεν θα της βγεί. Εκείνος ήταν πλουσιόπαιδο, από μεγάλο σόι που δεν θέλουν και δεν γίνεται να έχουν πολλά πολλά με παρακατιανούς. Η Κατερίνα θάπρεπε να κοιτάξει το μέλλον της, να φροντίσει να σπουδάσει, γιατί αυτός ήταν ο μοναδικός δρόμος γι' αυτήν, αν ήθελε να ξεφύγει από την μιζέρια.
Και η Κατερίνα άκουσε την μάννα της και άρχισε να ξεκόβει από τον Μιχάλη. Εκείνος όμως συνέχισε να την παίρνει ξοπίσω όταν έφευγε από το σχολειό, να την ακολουθεί μέχρι το σπίτι και να την παρακαλάει σ' όλο το δρόμο. Σταμάτησε ν' ασχολείται μ' οτιδήποτε άλλο, ήταν όλο κατσούφης και ανόρεχτος, μέχρι που οι γονείς του που είδαν την αλλαγή στην διάθεση και την συμπεριφορά του, τον ρώτησαν την συμβαίνει. Ήταν βλέπετε και μοναχογυιός και δεν ήθελαν ν' αρρωστήσει το παιδί τους. Εκείνος τους είπε. Πως αγαπούσε μια κοπελιά, εκείνη όμως δεν τούδινε σημασία, αλλά αν δεν την έπαιρνε γυναίκα του θα σκοτωνόταν. Τόσο πολύ την αγαπούσε. Η μάννα του, φρόντισε να βάλει ανθρώπους να μάθουν ποια είναι η κοπελιά, τι σόι είναι και αν είναι καλόσυρη, από καλή τάξη δηλαδή. Έμαθε για την Χρυσάνθη και την κόρη της, και κόντεψε να πάθει συγκοπή. Έπιασε το γυιό της και προσπάθησε να τον μεταπείσει, να τον κάνει να χωνέψει πως η κοπέλα αυτή δεν κάνει γι' αυτόν, δεν είναι της τάξεώς τους, αλλά εκείνος δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα. Γι αυτόν μόνο η Κατερίνα υπήρχε, και αν δεν την έπαιρνε θα σκοτωνόταν. Ο πατέρας του ήταν κάπως πιο συγκαταβατικός, αλλά δεν τολμούσε να φέρει και πολλές αντιρρήσεις στην γυναίκα του γιατί αυτή είχε το γενικό πρόσταγμα στο σπίτι και όλοι οι υπόλοιποι είχαν μάθει να στέκονται σούζα.
Έγινε κάποια στιγμή κάποιο οικογενειακό συμβούλιο, μαζεύτηκαν μπαρμπάδες στο σπίτι και το κουβέντιασαν το ζήτημα, να βρουν τέλος πάντων κάποια λύση. Και κατέληξαν σ' αυτήν την απόφαση που συμφώνησε και ο Μιχάλης :
Θα έστελναν προξενιά, την επομένη κιόλας στην μάννα της Κατερίνας, να ζητήσουν για νύφη την κόρη της όπως είναι, με το βρακί της μόνο,που λένε, οι αρραβώνες να γίνουν το αργότερο σε μια βρομάδα μέσα και ο γάμος όσο γίνεται πιο σύντομα. Από την ημέρα του αρραβώνα και μετά, η Κατερίνα θα πρέπει να φύγει από την μάννα της και να πάει να μείνει στο σπίτι των γονιών του Μιχάλη. Θάπρεπε, όσο γίνεται, να φροντίσουν να μην κυκλοφορήσουν οποιεσδήποτε πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή της Κατερίνας και της μάννας της. Γι αυτό, καλό θάναι, να έχουν όσο γίνεται λιγότερες επαφές με την Χρυσάνθη.
Πήγαν οι προξενητάδες στην Χρυσάνθη, το κουβέντιασαν και το ξανακουβέντιασαν, έβαλαν και την συγγένισσά τους που φιλοξενούσε μάννα και κόρη στο σπίτι της να προσπαθήσει να τις πείσει, επειδή και οι δυο τους είχαν τις επιφυλάξεις τους, και τελικά συμφώνησαν. Έγιναν οι αρραβώνες, η Κατερίνα χώρισε από την μάννα της και εγκαταστάθηκε στο σπίτι των γονιών του Μιχάλη και από τότε άρχισε ο Γολγοθάς ο δικός της.
Από την στιγμή που μπήκε στο αρχοντικό, της φάνηκε σαν νάμπαινε σε χρυσό κλουβί. Σταμάτησε το σχολειό, σταμάτησε να βλέπει τις φιλενάδες της, προσπάθησαν να την ξεκόψουν από την μάννα της, και η μέλλουσα πεθερά της, δεν έχανε ευκαιρία να της θυμίζει την ταπεινή της καταγωγή με τον τρόπο και τα λόγια της. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι και όταν έβγαινε δεν ήταν ποτέ ασυνόδευτη. Τον Μιχάλη τον έβλεπε μόνο τα βράδια που γύρναγε στο σπίτι από τις δουλειές που είχε με τον πατέρα του, και μόνο στο τραπέζι και μετά το φαγητό λίγο. Και δεν μπορούσαν και τότε να πούνε πολλά. Μόνο τα σχετικά με το γάμο που κανόνιζαν να γίνει σε δυο μήνες.
Έκανε υπομονή η Κατερίνα, όσο μπορούσε, με την ελπίδα πως μετά το γάμο θ' αλλάξουν τα πράγματα. Ήλπιζε πως με το στεφάνι που θάβαζε στο κεφάλι της θ' αποκτούσε, και με την συμπαράσταση του Μιχάλη, δικαιώματα. Πως θα γινόταν αρχόντισσα και κυρά. Είχε και μια ελπίδα ακόμη πως θα έμεναν σ' ένα σπίτι δικό τους. Πως δεν θάχει τους γονείς του πάνω από το κεφάλι της συνέχεια.
Γελάστηκε όμως. Μετά τον γάμο τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Ο Μιχάλης δεν είχε σκοπό να απομακρυνθεί από το σπίτι των γονιών του, εξ άλλου ήταν μεγάλο και τους χωρούσε όλους, η συμπεριφορά και η στάση της πεθεράς της χειροτέρεψε. Τώρα εκείνη γινόταν ολοένα και περισσότερο προσβλητική και επιτιμητική, ακόμη και μπροστά σε τρίτους, φροντίζοντας, σε κάθε ευκαιρία να της θυμίζει από πού την πήραν για να την κάμουν αρχόντισσα, να μιλάει προσβλητικά για την μάννα της που δεν παντρεύτηκε ποτέ και άλλα.
  Δοκίμασε να μιλήσει η Κατερίνα στον Μιχάλη και να του παραπονεθεί, αλλά εκείνος στην αρχή προσπάθησε να το διασκεδάσει λέγοντας πως ότι κάνει η μάννα του δεν το κάνει με κακή πρόθεση παρά για να την δασκαλέψει και να την μάθει να φέρεται σαν κυρία, στην συνέχεια άρχισε να υποστηρίζει πως υπερβάλλει η Κατερίνα, και στο τέλος ανοιχτά και καθαρά της είπε πως η μάννα του είχε δίκιο και καλά θα κάνει να την σέβεται και να την ακούει.
Το κατάπιε κι αυτό το ποτήρι η Κατερίνα και συνέχισε να κάνει υπομονή, επειδή τώρα πια ήταν έγκυος. Ήλπιζε πως με τον ερχομό του παιδιού της όλοι θα μαλάκωναν και τα πράγματα γι' αυτήν θα καλυτέρευαν. Γεννήθηκε ο γυιός της και μόνο που δεν της το άρπαξαν από την αγκαλιά της. Προσπαθούσαν, όσο μπορούσαν να περιορίσουν τις επαφές της μαζί του. Η γιαγιά είχε τώρα την τελευταία λέξη και έπαιρνε αποφάσεις σε οτιδήποτε έχει σχέση με το μωρό. Ακόμη και στην κλινική που γέννησε η Κατερίνα, δεν επέτρεψαν στην μάννα της να πάρει τον εγγονό της αγκαλιά, να τον χαρεί κι εκείνη λίγο. Φοβήθηκαν λέει μη του μεταδώσει τίποτα μικρόβια. Μέχρι που έγινε ο γυιός της Κατερίνας δυο χρονών, ζήτημα αν τον είχε δει δυο φορές η Χρυσάνθη.
Ο Μιχάλης πάλι, όλο και περισσότερο συμφωνούσε με την μάννα του ενάντια στην γυναίκα του. Μια-δυο φορές που δοκίμασε να παραπονεθεί ξανά η Κατερίνα, αντιμετώπισε όχι την αδιαφορία τώρα, αλλά την λεκτική κακοποίησή της από εκείνον.
Και τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου όταν η Κατερίνα, πήρε ένα απόγευμα τον τρίχρονο τώρα γυιό της και πήγαν να επισκεφτούν την μάννα της.
Στην επιστροφή της την περίμεναν όλοι μαζί.
Αντιμετώπισε πρώτα την πεθερά της που της είπε πως δεν είναι καιρός ακόμη για τον εγγονό της ν' αρχίσει να επισκέπτεται πουτάνες και πως άλλη φορά όταν θελήσει να ξαναβγεί από το σπίτι θα πρέπει πρώτα να πάρει την άδειά της.
Όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί, την παρέλαβε ο άντρας της, που της άρπαξε το παιδί από την αγκαλιά της και τόδωσε στην μάννα του και άρχισε να την βρίζει και να την χτυπά.
Το παιδί, τρομαγμένο έβαλε τα κλάματα φώναζε και ζήταγε την μάννα του, αλλά η καλή γιαγιά το πήρε μακριά, στο δωμάτιό της, για να συνεχίσει ο πατέρας του να συνετίζει την μάννα του.
Η ζωή για την Κατερίνα στο σπίτι του άντρα της είχε γίνει πια κόλαση. Η λεκτική και σωματική βία, ήταν σχεδόν καθημερινή πρακτική. Και άρχιζε να ψάχνει τρόπους να ξεφύγει. Κατάφερε να βρει ανθρώπους να της δώσουν συμβουλές και οδηγίες για το τι πρέπει να κάνει. Και μια μέρα, κατάφερε να πάρει τον γυιό της αγκαλιά και να την κοπανήσει από το σπίτι.
Κατέθεσε αγωγή για διαζύγιο, έβγαλε και προσωρινή δικαστική απόφαση να έχει την εποπτεία του γυιού της, και ζούσε μαζί με την μάννα της στο σπίτι που τους άφησε κληρονομιά πεθαίνοντας η συγγένισσά τους.
Βγήκε και το διαζύγιο, Η Κατερίνα βρήκε μια δουλειά και ενώ περίμενε πως τα πράγματα θα έστρωναν κάπως, γυρνώντας ένα απόγευμα στο σπίτι, δεν βρήκε τον γυιό της. Τον είχε αρπάξει ο πατέρας του. Τώρα τα πράγματα είχαν γίνει ακόμη πιο δύσκολα. Η Κατερίνα όχι μόνο δεν μπορούσε να δει τον γυιό της, αλλά ούτε να πλησιάσει στο σπίτι που τον κρατούσαν κλεισμένο. Είχε η οικογένεια του πρώην άντρα της τη δύναμη και τους τρόπους να την κρατούν μακριά. Και το έκαναν. Και αυτή, με την καρδιά της να σπαράζει, προσπαθούσε, όποτε μπορούσε, να τον βλέπει και να τον καμαρώνει από μακριά. Όταν τον συνόδευαν στο σχολείο, όταν έπαιζε μαζί με τ' άλλα τα παιδιά στα διαλείμματα, σε σχολικές γιορτές.
Και πριν λίγες μέρες, στην σχολική παρέλαση που ελάμβανε μέρος και ο γυιός της, η Κατερίνα ήταν εκεί και τον καμάρωνε.
Κι εκείνος γύρισε και την κοίταξε, της χαμογέλασε και της έκλεισε από μακριά το μάτι. Σαν να της έλεγε μην σε νοιάζει. Εδώ είμαι εγώ και σ' αγαπώ και σε σκέφτομαι. Και όταν θα μεγαλώσω και θα μπορέσω να το κάνω, θάρθω μόνος μου να σε βρώ.
Και το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο της Κατερίνας, ήταν δάκρυ χαράς αυτή τη φορά.


Κωστής Τζαγκαράκης.
Δεκέμβρης 2011




Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Το τυροκόμημα.


Το τυροκόμημα.

Δεκάξε πρόβατ' έβλεπα, τα δέκα ήσαν ξένα
Τα τέσσερα συμισιακά(1), τα δυο 'τανε δικά μου
κι εκάμασί μου εζημιά κ' επήρασί μου τ' όνα
και μ' απόμεινε και μένα
μια στραβή μια κουτσοκέρα(2)
κι άρμεγά τη κι έπηζά(3) το
εις του σκουτελιού(4) τον πάτο.
Κι έκανα σαφής τυρί
κι έκανά κι αθοτυρί(5).
Και κρεμνώ το στα δοκάρια.
Μποντικοί τ' ανεδιαστήκαν(6)
Διάλοσι μπουκιά(7) μ' αφήκαν.

  1. Συμισιακά = Συνεταιρικά
  2. Κουτσοκέρα =Η προβατίνα που έχει το ένα κέρατο σπασμένο.
  3. Έπηζα = το έκανα τυρί.
  4. Σκουτέλι = Πιάτο πήλινο
  5. Αθοτύρι = Τυρί από μυζήθρα
  6. Αναδιάζομαι = Μυρίζομαι.
  7. Διάλοσι μπουκιά = Ούτε μια μπουκιά.


Παλιό Κρητικό Ριζίτικο τραγούδι. Από την συλλογή του Αριστείδου Κριάρη. Χανιά 1900, Αθήνα 1920.

Κωστης Τζαγκαράκης. Δεκέμβρης 2011

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Το δέντρο.


Το δέντρο.


Τραγουδάκι σας (ε)λέω
για να κάθομαι να κλαίω.
Δέντρον είχα στην αυλή μου
για παρηγοριά δική μου.
Την Δευτέρα το φυτεύγω
και την Τρίτη το κλαδεύγω.
Την Τετάρτη βγάνει φύλλα
και την Πέμπτη αθούς και μήλα.
Και την Παρασκή το βράδυ
ήρθε κλέφτης να το πάρει.
Ήρθε κλέφτης κι' έκλεψέν το
τρυγητής κι' ετρύγησέν το.
Κι' άφηκε κι εμέ τον πόνο
και δεν νταγιαντίζω(*) χρόνο.


(*) Νταγιαντίζω=Υποφέρω, αντέχω, υπομένω.

Παλιό Κρητικό τραγούδι από την συλλογή του Αριστείδου Κριάρη.
Χανιά 1909, Αθήνα 1920.

Κωστής Τζαγκαράκης. Δεκέμβρης 1911

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Η Μάντισσα.


Η μάντισσα

Ήταν μια σταλιά. Μικροκαμωμένη γριούλα, αδύνατη και καμπούρα. Η Βασιλικιά. Έτσι τη λέγανε. Ζήτημα αν ζύγιζε εικοσιπέντε οκάδες. Όταν φύσαγε η νοτιά στο χωριό, εκείνος ο δυνατός ζεστός αέρας που έρχεται από την Αφρική και κουβαλά την κόκκινη σκόνη που πασπαλίζει τα πάντα σαν νάναι κουραμπιέδες κοκκινωποί, εκείνος ο αέρας που τινάζει τις ελιές και τις κάνει στρώμα κάτω από τα δέντρα, νόμιζες πως θα την σηκώσει και θα την πάρει μαζί του αν την έβρισκε έξω.
Εκείνη όμως κατάφερνε και του αντιστεκότανε, όπως και η καλαμιά που λυγίζει από τον άνεμο αλλά δεν σπάει και δεν παρασύρεται. Άκουγες να χτυπά το μπαστουνάκι της στο καλντερίμι, και να περπατά αργά αλλά σταθερά και εμείς οι πιτσιρικάδες απογοητευόμαστε που περιμέναμε να δούμε πότε θα την ρίξει ο αέρας στον δρόμο και αυτή του αντιστεκότανε.
Δεν ήταν μόνο αδύνατη και καμπούρα. Είχε και μια μύτη τεράστια, με μια ελιά μεγάλη σαν ρεβύθι απάνω, φόραγε και κάτι γυαλιά με χοντρούς φακούς, ήταν ίδια μάγισσα στην όψη. Και ήτανε και θεόκουφη. Έπρεπε να φωνάζεις δυνατά, να σε πονέσει ο λαιμός σου για να σ' ακούσει. Εμένα όμως μούκανε εντύπωση πως μολονότι δεν άκουγε, πάντα μίλαγε στους άλλους σιγανά και όχι δυνατά όπως κάνουν συνήθως όσοι δεν ακούνε καλά.
Και δεν μίλαγε μόνο σιγανά. Μίλαγε κι ευγενικά και γλυκά. Ειδικά σ' εμάς τα παιδιά. Πάντα μας χαιρέταγε πρώτη όταν συναντιόμασταν στον δρόμο, πάντα είχε ένα καλό λόγο να μας πει, και πάντα είχε στο σπίτι της κάτι να μας φιλέψει όταν της κάναμε κάποιο θέλημα ή όταν μας στέλνανε οι μεγαλύτεροι σ' αυτήν με κάποιο μήνυμα ή κάποια παραγγελιά. Πάντα φεύγαμε από το σπίτι της με τις τσέπες γεμάτες καρύδια, ξερά σύκα ή σταφίδες.
Το σπιτάκι της ήταν ψηλά στην πάνω άκρη του χωριού. Ζούσε μοναχή της, συντροφιά με μια κατσίκα, την γάτα και τις κοτούλες της. Είχε και κήπους και ελιές γύρω γύρω. Μόνη της ζούσε, μόνη της φρόντιζε και φύτευε τους κήπους της, μόνη της μάζευε της ελιές της και έβγαζε το λάδι της. Τα περισσότερα από τα λίγα που χρειαζόταν, τα παρήγαγε μόνη της. Στον μπακάλη του χωριού πήγαινε μόνο για ν' αγοράσει λίγη ζάχαρη και καφέ, κανένα πακέτο μακαρόνια, λίγο ρύζι η καμιά ρέγγα. Τα υπόλοιπα που χρειαζόταν ήταν παραγωγή δική της. Βγαλμένα με τα ίδια της τα ροζιασμένα χέρια. Όλη τη μέρα βρισκόταν στον κήπο ή ανάμεσα στις ελιές, να σκαλίζει ή να φυτεύει κηπευτικά, ή να βαστά ένα καλάθι και ένα μαχαίρι και να ψάχνει για χόρτα.
Και όταν δεν είχε δουλειά άλλη να κάνει, τότε φρόντιζε τα λουλούδια που γέμιζαν ολόκληρη την αυλή της. Είχε και μια στέρνα στην μέση της αυλής, κάτω από την κληματαριά, και το καλοκαίρι πότιζε όλο το απόγευμα.
Τον χειμώνα, όταν τέλειωνε το μάζεμα της ελιάς, καθότανε τα βράδια κοντά στο τζάκι της, και με το φως του λύχνου έπλεκε κανένα ζευγάρι κάλτσες να τις κάνει δώρο στον ανηψιό της που είχε πρόβατα και της έστελνε πότε πότε λίγο γάλα ή κανένα κομμάτι τυρί, ή έπλεκε για τον εαυτό της κανένα σάλι για να ζεσταίνει τα πονεμένα και γέρικα κόκαλά της. Στην άλλη καρέκλα, απέναντί της, ζεσταινότανε η γάτα της που ποτέ δεν έφευγε από κοντά της. Η γάτα ήταν για την Βασιλικιά τα αυτιά της. Όταν ερχόταν κάποιος επισκέπτης στο σπίτι και φώναζε έξω από τον δρόμο, η Βασιλικιά δεν τον άκουγε. Η γάτα όμως πήδαγε από την καρέκλα και έτρεχε προς την πόρτα και έτσι καταλάβαινε η Βασιλικιά πως είχε μουσαφίρη. Και πήγαινε να τον υποδεχτεί. Αν πάλι βρισκόταν στον κήπο για να κάνει καμιά δουλειά, ή λίγο πιο μακριά ανάμεσα στις ελιές της, πάλι τότε η γάτα που ακολουθούσε την Βασιλικιά κατά πόδας έτρεχε προς το σπίτι να προϋπαντήσει τον ξένο, ειδοποιώντας και την Βασιλικιά με τον τρόπο αυτό για την άφιξή του.
Και ο ξένος έμπαινε στο χαμηλό σπιτάκι του ενός δωματίου που πάντα άστραφτε από καθαριότητα. Μπορεί να είχε χώμα για σκεπή και πάτωμα, αλλά δεν υπήρχε ίχνος σκόνης. Οι τοίχοι ήταν ασπρισμένοι, τα λίγα σκεύη καθαρά και τακτοποιημένα στη θέση τους στα δυο ντουλάπια του δωματίου, σε μια γωνιά η κασέλα η ξύλινη με τα σκαλισμένα σχέδια πάνω της είχε τα προικιά της που τάχε κεντήσει όταν ακόμη ήταν κοπελιά, και ακόμη περίμεναν μέσα στην κασέλα τον Μιχάλη να γυρίσει από τη Μικρασία που είχε πάει στον πόλεμο. Μόνο δυο τρία κομμάτια βγήκαν όλα κι όλα από την κασέλα, ένα, με τα όμορφα κεντήματα της Βασιλικιάς έγινε κάλυμμα του ξύλινου καναπέ γιατί το παλιό είχε λιώσει, το άλλο για να χρησιμεύσει για κάλυμμα του κρεβατιού της που βρισκόταν πάνω στο ονταδάκι. Και ακόμη ένα κομμάτι χρησιμοποιήθηκε σαν κουρτίνα, να καλύπτει την είσοδο του μικρού κελαριού, που ήταν κάτω από τον οντά και είχε μέσα ένα μικρό πιθάρι με λάδι και ένα βαρελάκι κρασί.
Και ολόκληρο το σπιτάκι μύριζε από τα κρεμασμένα από τα δοκάρια κυδώνια, τα βότανα και τα μυρωδικά που είχε μαζέψει.
Αυτή ήταν η ζωή της Βασιλικιάς. Οι χειμώνες και τα καλοκαίρια που περνούσαν ήταν επαναλήψεις των εποχών των παλιότερων χρόνων. Δεν άλλαζε τίποτα. Δεν είχε πολλά πάρε δώσε με τις άλλες γυναίκες στο χωριό, εξ άλλου έμενε και λίγο πιο μακριά και δεν είχε γειτόνισσες, η μόνη κοινωνική εκδήλωση που συμμετείχε ήταν να πηγαίνει κάθε Κυριακή και γιορτή στη εκκλησία και εκεί ν' ανταλλάξει καμιά κουβέντα με κανένα. Ή αν συναντούσε κανέναν όταν πηγαινοερχόταν στον μπακάλη.
Η Βασιλικιά όμως είχε καμιά φορά και άλλους επισκέπτες. Όχι τακτικούς. Μπορεί νάταν κάποιος από το χωριό ή ακόμη και ξένος. Από άλλα χωριά. Ακόμη και μακρινά. Λέγανε πως η Βασιλικιά είχε ένα χάρισμα. Μπορούσε να βρει πράγματα χαμένα. Ανθρώπους που είχαν εξαφανιστεί, ζώα που χαθήκανε, αντικείμενα όπως κοσμήματα που παράπεσαν. Δεν είχαν τα πιο παλιά χρόνια πολλά πράγματα πολύτιμα οι χωριανοί. Τα καθημερινά και απαραίτητα μόνο. Και οι γυναίκες λιγοστά χρυσαφικά. Άντε τις βέρες του αρραβώνα, κανένα δαχτυλίδι και κανένα σταυρό βαφτιστικό. Τίποτα παραπάνω. Καμιά φορά όμως, κάτι χανότανε. Κι όσο και να τόψαχναν δεν μπορούσαν να το βρουν. Και άρχιζαν τότε τα τάματα στον Άγιο Φανούριο και τους άλλους αγίους, να βρεθεί το δαχτυλίδι που δεν θυμόταν που μπορεί να τόχασε η γυναίκα. Και πολλές φορές κατάφευγαν στην Βασιλικιά και ζητούσαν την βοήθεια της. Και αυτή βοηθούσε και περιέγραφε το μέρος που βρισκόταν το χαμένο αντικείμενο. Και αν θέλετε το πιστεύετε αν θέλετε όχι, τις πιο πολλές φορές το αντικείμενο τόβρισκαν στο μέρος που είχε πει εκείνη. Και για την βοήθειά της αυτή, ποτέ δεν ζητούσε αμοιβή. Αλλά όλο και κάποιο δωράκι της έκαναν οι γυναίκες.
Η φήμη της Βασιλικιάς είχε απλωθεί πέρα από τα όρια του χωριού. Πολλοί από τα διπλανά, ακόμη και από πιο μακρινά χωριά είχαν ζητήσει την βοήθειά της. Και πάντα έφευγαν ικανοποιημένοι που τους είχε βρει τα χαμένα τους αντικείμενα. Και μιλούσαν ύστερα με σεβασμό γι αυτήν και θαυμασμό για τις ικανότητές της. Μόνο με τον παπά δεν τα πήγαινε καλά. Για ένα διάστημα δεν ήθελε να της επιτρέψει να κοινωνήσει και όλο της έλεγε να σταματήσει αυτήν την πρακτική που την θεωρούσε παγανιστική, γιατί αν συνέχιζε έτσι δεν θα την έψελνε όταν θα πέθαινε. Αλλά τι να κάνει κι αυτή που πολύς κόσμος ζητούσε την βοήθειά της και δεν ήθελε ν' αφήσει κανέναν παραπονεμένο;
Ακόμη και μέχρι τις μέρες μας, η ζωοκλοπή είναι ένα άθλημα που είναι ντροπή για την Κρήτη. Έχει περιοριστεί κάπως, αλλά δυστυχώς δεν έχει εκριζωθεί τελείως. Παλιότερα όμως ήταν αληθινή μάστιγα. Κατάλοιπο από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ή έτσι τουλάχιστον θέλουμε να πιστεύουμε. Εκτός από ένα δυο αρνιά που μπορεί ξαφνικά να εξαφανιζόντουσαν από κάποιο κοπάδι, πολλές φορές χανόταν και κοπάδια ολόκληρα. Ομάδες από άλλες επαρχίες σχηματιζόντουσαν για το σκοπό αυτό. Είχαν πληροφορίες για το που θα μπορούσαν να βρουν κοπάδια αφύλακτα, και σε μια νύχτα τα εξαφάνιζαν, οδηγώντας τα μακριά, χωρίς ν' αφήσουν ίχνη. Υπήρχε και αγοραστής έτοιμος από πριν, και ήταν δυνατόν, ένα κοπάδι αρνιά που είχαν χαθεί στα Χανιά, να βρίσκεται σε δυο μέρες κρεμασμένο στα τσιγκέλια των κρεοπωλείων του Ηρακλείου η της Βαρβακείου αγοράς των Αθηνών. Ο φουκαράς που είχε πέσει θύμα της κλοπής, με βοήθεια γνωστών και συγγενών στα γύρω χωριά άρχιζε να τα ψάχνει, ακολουθώντας στην αρχή τα ίχνη τους όσο μπορούσε, και στη συνέχεια ρωτώντας αν εμφανίστηκαν κάπου είτε σαν ζωντανά, είτε σαν κρέας. Πολλές φορές γυρνούσαν βδομάδες ολόκληρες για να τα ψάχνουν, και τις περισσότερες φορές χωρίς αποτέλεσμα.
Κόντευε μεσημέρι, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα πριν πολλά χρόνια, όταν στο καφενείο του χωριού εμφανίστηκαν τρεις ξένοι, από κάποιο ορεινό χωριό του Ρεθύμνου. Διψασμένοι, σκονισμένοι και ταλαιπωρημένοι κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν και να πιουν λίγο νερό και όταν συνήλθαν, άρχισαν να ρωτούν ένα δυο γνωστούς που είχαν στο χωριό μου αν είδαν ή αν άκουσαν κάτι σχετικό με το κοπάδι τους που είχε χαθεί δυο βδομάδες πριν. Δεν είχε ακουστεί τίποτα στο χωριό και οι φίλοι τους οι χωριανοί δεν θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Ούτε και κανείς άλλος στο χωριό είχε ιδέα. Κάποιος τότε τους πρότεινε πως καλό θάναι να ρωτήσουν και την Βασιλικιά. Εκείνη ίσως να ήταν η τελευταία τους ελπίδα. Οι δυο μεγαλύτεροι είπαν πως δεν χάνουν τίποτα να την ρωτήσουν, επειδή και εκείνοι ήξεραν την φήμη της, μάλιστα ρώτησαν και πού είναι το σπίτι της για να την επισκεφτούν, αλλά ο μικρότερος άρχισε να γελά περιπαιχτικά και να λέει πως δεν είναι δυνατόν η γριά από το σπίτι της να γνωρίζει που μπορεί να βρίσκονται τα χαμένα πρόβατα, ενώ εκείνοι που ανακάτεψαν γη και ουρανό δυο βδομάδες δεν μπόρεσαν να βρουν ένα ίχνος. Αναγκάστηκε όμως και αυτός να ακολουθήσει τους άλλους που πήραν την ανηφόρα για το σπίτι της Βασιλικιάς.
Η Βασιλικιά τους περίμενε στην αυλή της χωρίς να την έχει ειδοποιήσει κανείς από πριν. Και πρίν περάσουν την αυλόπορτα είπε στους δυο μεγαλύτερους:
-Εσείς κοπιάστε και κάτσετε κι' εγώ θα σας πω που να ψάξετε για τα πρόβατα που έχετε χάσει. Ο άλλος όμως ο βρομιάρης ο κοκκινοτρίχης που σέρνετε μαζί σας, να μη μπει μέσα γιατί το μόνο που ξέρει να κάνει, είναι να κοροϊδεύει.

Κωστής Νοέμβρης 2011

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Μπόστ

Δεν ξέρω γιατί σήμερα τον θυμήθηκα. Μέρες που είναι και μ' αυτά που περνάμε. Πάντα του είναι επίκαιρος, όπως καληώρα οι στίχοι του που τραγουδά Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στο τέλος της ανάρτησης στο αξέχαστο τραγούδι του "Ένα πλοίον ταξιδεύον".
Έψαξα και το βρήκα στο διαδίκτυο και ευχαριστώ τον άγνωστο φίλο που το ανέβασε στο youtube. Έκανε καλή δουλειά.
Είπα να γράψω και εγώ μερικούς στίχους και να μιμηθώ στο στυλ του, αλλά αυτός δεν αντιγράφεται.
Ο Μέντης Μοσταντζόγλου είναι μοναδικός και αμίμητος.

Μνημονίου υπογραφέντος

Ως παρθένου κορασίδος το πολύτιμ' αγαθόν
η Πατρίς το περιφέρει εις την ζούγκλαν αγορών.

των δανείων συναφθέντων εις ανύποπτον καιρόν
και των τόκων πληρωθέντων τελειώνει το ρευστόν

κυβερνήσεων αφρόνων ψηφιζόντων των λαών 
απαιτούν κι επιτυγχάνουν ολοένα παροχών

των χρημάτων μοιρασθέντων μεταξύ των λαμογιών
το δημόσιον ταμείον ξέμεινε απο ρευστόν

άνευ δώρου Χριστουγέννων και αμνού για την Λαμπρή
λένε ο λαός θα τρώει απ' τα τρία το μακρύ

Συμφωνήσαν οι εταίροι που Ευρώπη κουμαντάρουν
όσα δανεικά μπορούνε απο μας πίσω να πάρουν

και ζητούνε εγγυήσεις και υπογραφές αντάμα
να ρυθμίσουνε τα χρέη κι ο λαός να ζει στην μπάντα

μνημονίου υπογραφέντος λένε πως υπάρχει ελπίδα
σ' εβδομήντα χρόνια πλέον να σωθεί και η πατρίδα

μέχρι τότε όμως πρέπει να επικρατεί λιτότης
και να ζούμε με αέρα σαν παρίες της Ευρώπης

μα θα πρέπει να γνωρίζουν ο λαός πως περιμένει
να γελάσει τελευταίος, όσα και να υπομένει.

Κωστής. 17.11.2011




Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ένα μικρό κλεφτόπουλο.


Ένα μικρό κλεφτόπουλο

Χήρες τα μαύρα βγάλετε, τ’άσκημα ρίξετά τα,
Κ’οι κλέφτες εμερώσασι και γίνουνται ραγιάδες
Κ’ ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θέλει να μερώσει,
Δε θελει να γενεί ραγιάς χαράτσι να πλερώσει,
Μα καρτερά την άνοιξη να μπεί το καλοκαίρι
Να σύρει νά βγει ‘ς τα βουνά.



Παλιό Κρητικό Ριζίτικο Τραγούδι

Κωστής, Νοέμβρης 2011

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Ήλιε μου και φεγγάρι μου.


Ήλιε μου και φεγγάρι μου.

Ήλιε μου και φεγγάρι μου και κοσμογυρευτή μου
σ' ούλο τον κόσμο ανάτειλε σ' ούλο τον κόσμο δώσε
στω Μπαρμπαρέζω τσι αυλές ήλιε μην ανατείλεις
γιατί 'χουν σκάβους όμορφους πολλά παραπονιάρους
και θα 'γραθούν οι αχτίνες σου που τω σκλαβώ τα δάκρυα.


(Παλιό Κρητικό Ριζίτικο τραγούδι.)

Κωστής, Νοέμβρης 2011

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Δικαιοσύνη


Δικαιοσύνη

'Σ τη Πόλη είν' ένας Κατής για τσοι φτωχούς ραγιάδες
και βγάνει τσ' αποφάσεις του ωσάν τσοι λουκουμάδες.
Μια μέρα πήγε 'νας ραγιάς και λέει 'εφέντη του Κατή
Εφέντη μου τση πόρτας μου επήραν το κλειδί,
κι ανοίξανε κι εμπήκανε 'ς την κάμαρή μου μέσα
κ' ευρήκαν τα χρουσαφικά και ούλα μου τα κλέψαν
και δίχως άλλο κατέχω το πως γείτονάς μου τάχει,
εκείνος ο Τσιφούτ' Αγάς 'που κακόν χρόνο νάχει
γιατ΄ είδα την γυναίκα του σήμερις με λουστρίνια
που τσ' άλλες μέρες έβαζε νιζάμιδω ποντίνια.
Πάρε Κατή εφέντη μου κι ένα γουλί τυράκι
κάνει καλό στην όρεξη, να τρώς με το ψωμάκι.
Και ξάνοιξε να μου τα βρεις μπέη μου τα 'κοσάρια
και τσοι Μαμουντιγιέδες μου και πάρε δυο τεσσάρια.
Γύρεψε μεσ' του γείτονα ο σπίτι του Τσιφούτη
κι' άλλο καλό δεν θέλω μπλειό μόνο τη χάρη ετούτη.
Σηκώνετ' ο καλός Κατής και εις τ' Οβραίου πχαίνει
κ'επά κ' εκεί το σπίτι του μονάχος τ' αναγέρνει
Θωρεί εις το σεντούκιν του ένα λαιμό 'κοσάρια
και δυό λαιμούς αγκίνιαστα, άσπρα μαργαριτάρια.
Και λέι του : Έ ! Γιαχουτή, που τάβρες τα 'κοσάρια
-Οι μποντικοί, εφέντη μου τα σέρνανε 'ς τ' αμπάρια
και τάειδα και τω τα 'πηρα ογια να μη χαθούνε
και πάρε και του λόγου σου μερκά μα δε χαλούνε
-Κ' έχεις ετέτοιους μποντικούς εσύ 'ς το σπίτι μέσα
να κουβαλούνε μόνοι τους τέτοιας λογής πεσκέσια;
-Έχω και σου χαρίζω δυό μαζί με την παγίδα.
Που μέσα τρέχουν και βαστούν και μια χρυσ΄αλυσίδα.
-Ευχαριστώ σου. Φύλαξε τ' άλλα για το μεντέτι.
Φωνάζει τότες κι ο ραγιάς. Κρίμας ! Και το τυρί μου;
-Οι μποντικοί το φάγανε του γείτονα παιδί μου.

(Από την συλλογή Κρητικά Δημοτικά Τραγούδια υπό Αριστείδου Κριάρη.
Έκδοση 1920).