Πέστε μου την γνώμη σας.

Φίλοι επισκέπτες. Εκτιμώ ιδιαίτερα την γνώμη σας και την κριτική σας. Σας ευχαριστώ που είχατε την υπομονη να διαβάσετε τις ιστορίες μου. Αφήστε μου κι ένα σχόλιο με την γνώμη σας.
Κωστής

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Ο Μανούσος.



Ο Μανούσος


Εκείνος ο Αύγουστος ήταν ζεστός. Όπως κάθε Αύγουστος. Πριν σαράντα τόσα χρόνια όμως, δεν ήταν μόνο η ζέστη που τυραννούσε τον κόσμο. Ήταν και η καταπίεση που ένιωθε κανείς στον σβέρκο του από την χούντα που κυβερνούσε την Ελλάδα τόσα χρόνια και που χρόνο με το χρόνο, γινόταν όλο και πιο αβάσταχτη.
Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, εκείνο το βράδυ είχε μεγάλη κίνηση. Κόσμος πολύς περίμενε να μπει στον σταθμό το “Ακρόπολις Εξπρές” που είχε ξεκινήσει από την Αθήνα και θα σταμάταγε στην Θεσσαλονίκη για μισή ώρα, να φορτώσει τους εργάτες που είχαν έρθει για μερικές μέρες με άδεια στην πατρίδα, και τώρα περίμεναν να ξαναμπούν στο τρένο και να γυρίσουν πίσω στα εργοστάσια και τις φάμπρικες της Γερμανίας. Οι ταξιδιώτες και οι συγγενείς και οι φίλοι που είχαν έρθει να τους αποχαιρετίσουν, γέμιζαν την αποβάθρα όταν το τρένο άρχισε να μπαίνει σιγά σιγά στον σταθμό.
Μόλις σταμάτησε, ο κόσμος άρχισε να στριμώχνεται στις πόρτες, οι πρώτοι που μπήκαν μέσα έψαξαν να βρουν μια θέση και να πετάξουν μια βαλίτσα πάνω για να την καταλάβουν και αμέσως ξαναβγήκαν στα παράθυρα για να τους δώσουν όσοι βρισκόταν ακόμη απ' έξω τα υπόλοιπα μπαγκάζια, τα παιδιά που έκλαιγαν, τις τσάντες με το φαγητό για το δρόμο και κανένα πεταχτό φιλί.
Πάνω στην αναμπουμπούλα και τον χαμό, σηκώθηκε ο Μανούσος από την γωνιά που ήταν κρυμμένος, χώθηκε και αυτός ανάμεσα στο πλήθος και μπήκε στο τρένο. Προσπαθούσε όσο μπορούσε ν' ανακατευτεί με τους υπόλοιπους, να ζαρώνει όσο μπορεί και να μην δίνει στόχο. Να περνά όσο το δυνατόν απαρατήρητος. Γιατί ο Μανούσος ήταν καταζητούμενος. Όλες οι δυνάμεις της ασφάλειας της χούντας, επίσημες και ανεπίσημες, τον έψαχναν σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Και στην Κρήτη που ήταν ο τόπος της καταγωγής του, και στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη και αλλού. Έψαχναν σταθμούς και λιμάνια για να τον βρουν .
Είχε έρθει από το εξωτερικό με πλαστό διαβατήριο, σταλμένος από το ΠΑΚ με ορισμένη αποστολή και οδηγίες, σχετικές με την αντίσταση ενάντια στην χούντα στο εσωτερικό. Δεν άργησε όμως να μάθει για τις κινήσεις του η ασφάλεια, και γρήγορα τον έπιασαν και κατέληξε στην Αθήνα, στο περίφημο κολαστήριο ψυχών και σωμάτων, το ΕΑΤ/ΕΣΑ. Ήταν το μέρος που μάζευαν όλους εκείνους που θεωρούσαν πως ήταν η σοβαρότερη απειλή για το καθεστώς. Εκεί ήταν μαζεμένη και η αφρόκρεμα των βασανιστών. Και τους έκαναν όλους να βλαστημούν την ώρα και την στιγμή που τους γέννησε η μάννα τους. Εκεί ήταν το μέρος που ανακάλυπταν καθημερινά καινούριους τρόπους βασανισμού και που είχαν αντικείμενα για να τους δοκιμάζουν και να τους εφαρμόζουν. Εκεί, στο κέντρο της Αθήνας, που ακόμη και τώρα αν περάσει απ' έξω κανείς, ανατριχιάζει γιατί νιώθει ακόμη τις κραυγές του πόνου και ακούει τους αναστεναγμούς όσων μαρτύρησαν εκεί μέσα.
Εκεί μετέφεραν και τον Μανούσο και άρχισαν να τον περιποιούνται όπως τόσους και τόσους. Λίγοι μπορούσαν να ξεφύγουν από κει μέσα, αλλά ο Μανούσος κατάφερε ν' αποδράσει. Κρυβόταν από δω και από κει για δυο βδομάδες, μέχρι που μπόρεσε να πάει στην Θεσσαλονίκη, εκεί κάποιος τον βοήθησε να βγάλει εισιτήριο και τώρα ήταν στο τρένο για να φύγει ξανά στο εξωτερικό.
Λίγο πριν ξεκινήσει το τρένο, ο Μανούσος είδε να μπαίνουν μέσα και οι χωροφύλακες του ελέγχου διαβατηρίων. Αυτοί είχαν ένα σύστημα να ξεκινούν να δουλεύουν πλάτη με πλάτη, από το ενδιάμεσο των βαγονιών και σιγά σιγά ν' απομακρύνεται ο ένας από τον άλλο. ΄Ετσι δεν μπορούσε να τους ξεφύγει κανείς. Ήλεγχαν όλα τα βαγόνια, τα διαμερίσματα, τις τουαλέτες τα πάντα. Και αν ήταν κάποιος καταζητούμενος, δεν είχε πως να ξεφύγει. Το τρένο δεν έκανε καμιά στάση μέχρι τα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία, τον σταθμό της Ειδομένης. Ο Μανούσος, μόλις τους αντιλήφθηκε να τον πλησιάζουν, χώθηκε μέσα σε μια τουαλέτα, αλλά όταν του χτύπησε ο χωροφύλακας για να του ζητήσει το διαβατήριο, εκείνος προφασίστηκε πως είχε πρόβλημα, και τον παρακάλεσε να προχωρήσει και θα του έφερνε το διαβατήριο για να το σφραγίσει. Τον είχε πετύχει τον Μανούσο ο χωροφύλακας, την ώρα που εκείνος προσπαθούσε, μ' έναν νυχοκόπτη ν' ανοίξει μια καταπακτή πάνω από την τουαλέτα και να χωθεί εκεί μέσα μέχρι να φτάσουν στα σύνορα και να τελειώσει ο έλεγχος. Πολλοί είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν από την Ελλάδα χωμένοι εκεί μέσα.
Αλλά τον Μανούσο τον πρόλαβαν. Και τώρα σκέφθηκε πως αν δεν πάει διαβατήριο στον χωροφύλακα, εκείνος θα γυρίσει πίσω να τον ψάχνει. Και θάψαχνε και την κρύπτη που θα τον έκρυβε. Απελπισμένος, ενώ το τρένο έτρεχε πάνω στις ράγες για τα σύνορα και την ελευθερία του, εκείνος άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα του βαγονιού και κρεμάστηκε απ έξω. Πως τα κατάφερε δεν ξέρω, αλλά γλίστρησε στο κενό, ανάμεσα στα δυο βαγόνια, και σιγά σιγά μπόρεσε ν' αναρριχηθεί στην οροφή. Αυτό το πράγμα μπορεί να τόχουμε δει να συμβαίνει στα κινηματογραφικά έργα με συνθήκες ασφαλείας για εκείνους που το κάνουν, αλλά με το τρένο να τρέχει μέσα στην νύχτα και τα βαγόνια να κολλάνε και ν' απομακρύνονται το ένα από το άλλο δεν νομίζω πως θα μπορούσα να φανταστώ πως μπορεί να γίνει. Με το τρένο και σταματημένο ακόμη, το θεωρώ δύσκολο.
Μπορεί νάτανε τα μέσα του Αυγούστου, καλοκαίρι στο φόρτε του και με τις νύχτες ακόμη ζεστές, αλλά πάνω στην οροφή του τρένου που τρέχει με ταχύτητα μέσα στην νύχτα, έκανε κρύο. Κι ο Μανούσος άρχισε να παγώνει. Κάτι έπρεπε να κάνει. Άρχισε να πηδά από βαγόνι σε βαγόνι, με το τρένο πάντα σε κίνηση, κι έφτασε στο πρώτο, που ήταν το βαγόνι-εστιατόριο και από κάτω είχε κουζίνα και ζέστη. Εκεί γαντζώθηκε απελπισμένος και περίμενε να φτάσουνε στα σύνορα. Το βαγόνι-εστιατόριο όμως, πάει μέχρι τα σύνορα μόνο, πράγμα που δεν τόξερε. Όταν είδε πως ετοιμαζόντουσαν να το κόψουν από το υπόλοιπο τρένο, πήδηξε ξανά στο επόμενο και περίμενε. Είχε κολλήσει με την κοιλιά πάνω στην οροφή, αλλά έπεσε πάνω του ο προβολέας της μηχανής που γυρνούσε για να δέσει και να τραβήξει το υπόλοιπο τρένο και ο μηχανοδηγός τον είδε. Μέχρι εκεί κράτησε η τύχη του Μανούσου. Ο μηχανοδηγός, σαν καλός Έλληνας και πατριώτης που ήταν, κατέβηκε από την μηχανή και ενημέρωσε τον αξιωματικό υπηρεσίας του ελέγχου των διαβατηρίων. Αυτός πήρε μαζί του ένα φακό και ένα χωροφύλακα, βρήκε τον Μανούσο και τον κατέβασε από το τρένο.
Όπως τον οδηγούσε στα γραφεία της υπηρεσίας, τον ρώτησε πως λέγεται, κι όταν έμαθε τ' όνομά του του κόπηκαν τα πόδια. Τον ήξερε ο αξιωματικός υπηρεσίας. Δεν είχε γνωρίσει τον ίδιο προσωπικά, ήταν λίγο μεγαλύτερός του, αλλά ήξερε την οικογένειά του στην Κρήτη, ήταν ίδιας ηλικίας και συμμαθητές με έναν από τους αδελφούς του, είχε ακούσει για την δράση του στο εξωτερικό και πως είχε έρθει στην Ελλάδα με πλαστό διαβατήριο και πως τον είχαν πιάσει και τον κρατούσαν στο ΕΑΤ/ΕΣΑ.
Άρχισε να βλαστημά την ώρα και την στιγμή που είχε αποφασίσει να κάμει την στρατιωτική θητεία του στην χωροφυλακή και το μόνο που κατάφερε να τον ρωτήσει ήταν πως βρέθηκε εκεί, αφού τον είχαν κρατούμενο στην Αθήνα. (Οι άνθρωποι της χούντας δεν ήθελαν να μαθευτεί πως είχε καταφέρει ν' αποδράσει κρατούμενος από το ΕΑΤ/ΕΣΑ και δεν είχαν στείλει σήματα σχετικά με την απόδραση. Τον έψαχναν μόνοι τους.)
Έβαλε ένα χωροφύλακα σκοπό να τον φυλάει, του παρήγγειλε καφέ να συνέλθει κάπως, τελείωσε η διαδικασία ελέγχου των διαβατηρίων και το τρένο έφυγε χωρίς τον Μανούσο. Ο αξιωματικός υπηρεσίας άρχισε να τον ρωτά για την οικογένειά του, τ' αδέρφια του, και έμαθε τα σχετικά. Τότε εμφανίστηκε και ο υποδιοικητής του ελέγχου διαβατηρίων και όταν έμαθε ποιος ήταν ο κρατούμενος, διέταξε να τον δέσουν με χειροπέδες, και άρχισαν να ετοιμάζουν δικογραφία για να τον οδηγήσουν στον εισαγγελέα την άλλη μέρα, για απόπειρα φυγής στο εξωτερικό χωρίς να έχει τα απαραίτητα (τότε) ταξιδιωτικά έγγραφα.
Έφυγαν και τα σχετικά σήματα προς τις αρμόδιες προϊστάμενες υπηρεσίες για να ενημερωθούν για την σύλληψη. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και εμφανίστηκαν μερικά αυτοκίνητα με συμβατικούς αριθμούς κυκλοφορίας, με ανθρώπους που όταν τους έβλεπες σ' έπιανε τρόμος. Μερικών τα ονόματα τα είχες ακούσει αλλά δεν φημιζόντουσαν για τις κοινωνικές τους σχέσεις. Σε ορισμένους μόνο κύκλους ήταν γνωστά τα ονόματα. Αλλά όχι και οι φάτσες τους. Ήρθαν λοιπόν οι άνθρωποι της χούντας, από την ΚΥΠ και το ΕΑΤ/ΕΣΑ, οι πρώην φρουροί του Μανούσου, για να εγκατασταθούν στα σύνορα και να ελέγχουν τα τρένα επειδή είχαν λέει πληροφορίες πως θα επιχειρήσει ξανά ν' αποδράσει στο εξωτερικό. Η κουβέντα γινόταν στον ίδιο χώρο που βρισκόταν ο ίδιος, αλλά κανείς απ' όλους αυτούς δεν τον αναγνώριζε. Είχε αλλάξει η εμφάνισή του, είχε και δυο βδομάδων γένια τώρα και δεν τους έλεγε τίποτα το πρόσωπό του. Όταν έμαθαν ποιος ήταν ο κρατούμενος, ετοιμάστηκαν τα πρωτοπαλίκαρα των βασανιστών να του ορμήξουν, και μόνο με απειλή χρήσης όπλων κατάφεραν οι χωροφύλακες να τους κρατήσουν μακριά απ' αυτόν. Απαίτησαν τότε από τους χωροφύλακες να τους τον παραδώσουν, αλλά και πάλι πήραν απάντηση πως θάπρεπε να τον ζητήσουν από τον εισαγγελέα όπου θα τον οδηγούσαν την επομένη το πρωί.
Άρχισαν τότε να πέφτουν διάφορα τηλέφωνα. Από και προς τα σύνορα. Από υπηρεσίες διάφορες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Και ήρθε στο τέλος εντολή να παραδοθεί ο Μανούσος σ' εκείνους που τον ήθελαν τόσο πολύ και να καταστραφεί η δικογραφία που είχε ξεκινήσει. Όπως και έγινε.
....................................................................................................................................
Ο Μανούσος ήταν παλικάρι. Η ιστορία του δεν τελειώνει εδώ που την σταματώ εγώ. Έχει και συνέχεια εξ ίσου ενδιαφέρουσα. Και εξ ίσου χαρακτηριστική του άντρα. Το όνομά του ακούστηκε αρκετές φορές στην συνέχεια όσο κράτησε ακόμη η χούντα και μετά που έπεσε το 1974. Εγώ σταματώ την ιστορία εδώ, γιατί αν ξεκινήσω να γράφω την συνέχεια, τότε θα είναι σαν να ομολογώ τ' όνομά του. Και δεν θέλω. Θέλω μόνο να πω, πως υπήρχαν και τότε και υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σαν τον Μανούσο που τόλεγε η ψυχή τους.
Την θυμήθηκα την ιστορία του τώρα γιατί τέτοιες ζεστές μέρες έγινε. Κάποια μέρα στα μέσα του Αυγούστου στις αρχές της δεκαετίας του '70.


Κωστής. Αύγουστος 2011