Κηφισιά –
Γλυφάδα
(Εικόνες
και κουβέντες)
Προσπαθώ, όσο
μπορώ, να χρησιμοποιώ τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Όπου κινούνται και όταν τα
κινούν εκείνοι που είναι η δουλειά τους να τα κινούν. Από την Γλυφάδα που μένω για
παράδειγμα, για να πάω στην Αθήνα όταν χρειάζεται, υπάρχει ο συνδυασμός
λεωφορείο και μετρό που με βολεύει. Και όταν μπορώ και υπάρχει άνεση χρόνου,
κάνω και μέρος της διαδρομής με τα πόδια.
Τώρα τελευταία
χρειάζεται ν’ ανεβαίνω συχνά στην Κηφισιά. Κάποιος συγγενής νοσηλεύεται στο ΚΑΤ
και πρέπει να τον επισκέπτομαι. Ανέβηκα μερικές φορές με το αυτοκίνητο λόγω
ανάγκης, είχα πέσει και μέσα στις μέρες που τα ΜΜΜ είχαν απεργίες και αποφάσισα
να μην το ξαναπροσπαθήσω. Αν μπορώ φυσικά. Από την Γλυφάδα μπορώ να πάρω το
τράμ, να κατεβώ στο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και από εκεί με τον παλιό καλό «ηλεκτρικό»,
κατ ευθείαν στην Κηφισιά. Έχουν φτιάξει και σταθμό τώρα πια κοντά στο ΚΑΤ και
βολεύει. Η διαδρομή βέβαια μπορεί να κρατήσει κοντά δυο ώρες αλλά είναι
ξεκούραστη, και από χρόνο τώρα πια με την σύνταξη έχουμε μπόλικο. Μακάρι να
ξέραμε τι να τον κάνουμε.
Πριν μερικές
μέρες έκανα την διαδρομή της επιστροφής. Στον ηλεκτρικό ΚΑΤ-ΣΕΦ και τράμ ΣΕΦ
Γλυφάδα.
Ψιλόβρεχε και
έκανε και κρύο την ώρα που έφυγα από την Κηφισιά. Λιγοστός ο κόσμος στον σταθμό
του ηλεκτρικού. Μερικοί επισκέπτες του ΚΑΤ σαν και μένα δυο τρείς νεαροί που κατέβαιναν
στην Αθήνα στο φροντιστήριο και δυο νοσοκόμες αποκλειστικές, που είχαν
τελειώσει την βάρδια με τους πελάτες τους και επέστρεφαν στα σπίτια τους. Από
την κουβέντα που είχαν πιάσει μεταξύ τους κατάλαβα πως και οι δυό ήταν αλλοδαπές
και τα Ελληνικά ήταν η κοινή τους γλώσσα.
-Είσαι πολλά χρόνια στην Ελλάδα;
-Εικοσιπέντε. Είχα φύγει από την Ουγγαρία μικρή. Στην Γερμανία
σπούδασα νοσοκόμα και δούλευα 15 χρόνια. Εκεί γνώρισα τον άντρα μου και όταν
παντρευτήκαμε θέλησε να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα να κάνει δουλειά εδώ. Στην
Γερμανία δούλευε σαν μαραγκός. Δεν είχε δουλειά δική του αλλά είχα δουλειά
συνέχεια. Ήταν καλός μάστορας. Τώρα έκλεισε και την δουλειά που είχε ξεκινήσει
εδώ. Δεν υπάρχουν πια δουλειές.
Αχ..! Καλύτερα να μην είχαμε φύγει από την Γερμανία. Εσύ είσαι
παντρεμμένη; Πόσα χρόνια ζείς εδώ;
-Στην Ελλάδα είμαι οχτώ χρόνια. Είχα δουλέψει δέκα χρόνια πριν
σαν νοσοκόμα στην Ουκρανία. Μετά, όταν χώρισα με τον άντρα μου, κατάφερα να
βγάλω βίζα και να έρθω σαν τουρίστρια στην Ελλάδα. Βρήκα στην αρχή δουλειά να
περιποιούμαι μια γιαγιά που ήταν κατάκοιτη. Δεν είχα χαρτιά και άδεια ακόμη.
Όταν πέθανε η γιαγιά βρήκα μια άλλη. Αλλά πέθανε και αυτή σε μερικούς μήνες.
Και άρχισα να κάνω μεροκάματα. Να καθαρίζω σπίτια. Μετά, όταν έφτιαξα τα χαρτιά
μου, επειδή είχα και το δίπλωμα της νοσοκόμας, μου επέτρεψαν να βγάλω άδεια και
να δουλεύω σαν αποκλειστική.
-Που μένεις?
-Στο Αιγάλεω, εσύ ;
-Στα Καμίνια στον Πειραιά. Μ’ εξυπηρετεί ο Ηλεκτρικός όταν έχω
πελάτη στο ΚΑΤ.
-Να έφτασε το τραίνο. Καλό σου βράδυ. Χάρηκα που τα είπαμε.
-Κι εγώ. Καλό βράδυ.
Είχε φτάσει το
τραίνο. Και χωθήκαμε μέσα όλοι. Και καθένας στον εαυτό του.
Κόσμος
περισσότερος μπαινόβγαινε στο τραίνο όσο προχωρούσε προς την Αθήνα. Και κάπου
εκεί στο σταθμό του Νέου Ηρακλείου, αν θυμάμαι καλά, βλέπω ένα αγοράκι εννιά με δέκα χρονών, να
κρατά την πόρτα του βαγονιού να μην κλείσει και απ’ εξω η μάννα του, να πετά
μέσα στο βαγόνι τσάντες, σακ-βουαγιάζ, χαρτόκουτες και δυο-τρεις σακούλες από
σούπερ-μάρκετ. Πως τάχαν καταφέρει και τα κουβάλησαν οι δυό τους μέχρι την
πλατφόρμα του τρένου δεν ξέρω. Πάντως το αγοράκι δεν φαινόταν να μπορεί να
προσφέρει και μεγάλη βοήθεια. Τακτοποίησαν τα μπαγκάζια τους στην άκρη του
βαγονιού, όπως όπως και κάθισαν απέναντί μου. Πρόσεχαν τα πράγματά τους σαν
νάταν αυτά όλο το νοικοκυριό τους και μάλλον ήταν. Και οι δυό τους δεν ήταν
ιδιαίτερα ζεστά ντυμένοι παρ’ όλο το κρύο. Και στων δυό τα πρόσωπα ήταν
χαραγμένα έντονα τα σημάδια της κούρασης και της απογοήτευσης. Περισσότερο στο
πρόσωπο της μάννας. Που θάταν δεν θάταν τριάντα χρονών και ήταν και όμορφη. Παρ’
όλες τις αυλακιές από τα βάσανα που είχε το πρόσωπό της.
-Γιώργο, που έχεις το μπουκάλι το νερό. Δώσε μου το σε
παρακαλώ.
Έψαξε ο Γιώργος στις σακούλες και το βρήκε. Ήπιε μια γουλιά
και μετά τόδωσε στην μάννα του.
Άρχισε μετά η μάννα να ψάχνει τις τσέπες της, την τσάντα της
τις σακούλες μία μία.
-Γιώργο μήπως έχεις εσύ το κινητό μου; Δεν τόχω εγώ. Μήπως το
είδες;
-Όχι μαμά. Δεν τόχω. Τελευταία φορά το είχα δεί στο κομοδίνο.
Κοντά στην πόρτα πριν φύγουμε. Πάλι το ξέχασες μανούλα; Τί θα κάνουμε τώρα.
Καινούριο ψάξιμο από την αρχή. Και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
-Τι θα κάνουμε τώρα μανούλα; Πως θα ειδοποιήσουμε ναρθούν να
μας πάρουν; Είναι μακριά από τον σταθμό η Κοκκινιά;
-Κάτι θα βρούμε να κάνουμε παιδάκι μου. Μην στεναχωριέσαι. Το
μπουφάν σου το χοντρό το πήρες μαζί σου;
-Όχι μαμά. Το ξέχασα κι εγώ.
Ψάξιμο ξανά στις σακούλες η μαμά. Βγάζει μέσα από μιά ένα
κομάτι ψωμί, έκοψε λίγο για τον Γιώργο, πήρε και αυτή λίγο κι αρχίσανε να τρώνε
με την όρεξη που έχουν πάντα οι πεινασμένοι.
-Πρόσεξες κάτι Γιώργο; Το ψωμί που μας δώσανε σήμερα είναι πιο
νόστιμο από το χθεσινό.
-Ναι μαμά.
Σταθμός Αττικής. Δυνατή φωνή που ακούγεται σ’ ολόκληρο το
βαγόνι:
-Κυρίες και κύριοι. Είμαι άστεγος και κάνω αποτοξίνωση. Σας
παρακαλώ πολύ να με βοηθήσετε και να με στηρίξετε. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ
πολύ.
Λίγα χέρια όμως φάνηκαν να κινούνται προς τις τσέπες και τις
τσάντες.
Παρακάτω. Βικτώρια, Ομόνοια, Μοναστηράκι, Θησείο. Γέμισε το
βαγόνι. Παρέες νεαρών. Μιλούσαν μ’ ενθουσιασμό και δυνατά.
Μερικοί αλλοδαποί. Έγχρωμοι ως επί το πλείστον. Με σακούλες
γεμάτες με τις πραμάτειες του. Αυτοί προσπαθούσαν τουλάχιστον να περάσουν όσο
γίνεται πιο απαρατήρητοι. Αν γίνεται.
Όσο πλησιάζαμε προς το Φάληρο. Τόσο περισσότερο ασφυκτικά
γέμιζε το βαγόνι. Περισσότεροι ανέβαιναν παρά κατέβαιναν. Και στο Φάληρο, όλοι
άρχισαν να κατεβαίνουν. Ημεδαποί κα αλλοδαποί. Οι πιο πολλοί τράβηξαν για το
ΣΕΦ. Είχαν βλέπετε αγώνα μεταξύ τους οι αιώνιοι αντίπαλοι.
Εγώ πήγα στο τέρμα του τράμ. Και στο βαγόνι μέσα έμειναν μόνο
ο Γιώργος με την μάννα του. Την βασανισμένη. Που δυο φορές την είχα πετύχει να
σκουπίζει ένα δάκρυ από τα μάτια της. Κρυφά από τον γυιό της.
Το τράμ για την Γλυφάδα σχεδόν άδειο. Τρείς τέσσερεις ήμασταν
όλοι κι όλοι.
Γύρω γύρω από το ΣΕΦ υπήρχε πολύς κόσμος. Και οι χώροι
στάθμευσης και οι δρόμοι πηγμένοι από αυτοκίνητα. Αναρωτιέμαι γιατί το είπαν
Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Εκεί μεσα γίνεται πόλεμος κάθε φορά που γίνεται
αγώνας. Ειδικά μεταξύ των «αιωνίων».
Μερικές στάσεις πιο κάτω ο κόσμος είχε γίνει περισσότερος. Και
μπήκε και μια κυρία κρατώντας από το χέρι δυο παιδάκια. Πέντε έξη χρονών το
πολύ. Όμορφα και καλοντυμένα παιδάκια. Σαν μοντελάκια. Η κυρία, μάλλον φαινόταν
για γιαγιά. Και σίγουρα δεν φαινόταν Ελληνίδα.
Κάθισαν δίπλα μου και τα παιδάκια, όντως χαριτωμένα δεν
άργησαν να μου πιάσουν κουβέντα.
-Πως σε λένε;
-Κώστα. Εσένα;
-Εμένα με λένε Νικόλα. Έχεις παιδάκια;
-Εχω δύο κορίτσια. Είναι μεγάλα.
-Πόσο μεγάλα;
-Σαν την μαμά σου.
-Εμένα η μαμά μου είναι μεγάλη και όμορφη. Είναι από την
Ουκρανία. Την λένε Λουντμίλα. Πως λένε τα κορίτσια σου; Πάνε σχολείο; Εγώ πάω
στα Αγγλικά. Κάθε βράδυ. Ξέρω “good morning”, “good evening”, ξέρω και να μετράω “one, two, three…” . Ξέρεις δεν μ’ έχουνε ακόμη
βαφτίσει.
-Και πως έχεις όνομα αφού δεν σ’ έχουν ακόμη βαφτίσει; Το
όνομα στο δίνουν όταν σε βαφτίζουν.
-Θα με βαφτίσουν την άνοιξη. Αλλά έπρεπε να έχω όνομα για να
πάω σχολείο. Αλλιώς δεν θα μ’ επαιρναν. Τώρα πρέπει να κατεβούμε. Μένουμε στον
Άλιμο. Εσύ που μένεις;
-Νικόλα έλα. Θα κατεβούμε κι εσένα θα σε αφήσω μέσα στο τράμ.
Πες καληνύχτα στον κύριο.
-Good
night.
-Καληνύχτα
Νικόλα.
Φτάνουμε στην Γλυφάδα. Φώτα, μαγαζιά ανοιχτά. Λιγοστός κόσμος
στους δρόμους κι ακόμη λιγότερος στα μαγαζιά. Μονάχα οι καφετέριες και τα
σουβλατζίδικα που συναντάς κάθε δέκα μέτρα έχουν κίνηση.
Κι εγώ σκέφτομαι τον Γιώργο που μοιραζόταν το ψωμί με τη μάννα
του στο τρένο.
Κωστής. Φλεβάρης 2013.