Πέστε μου την γνώμη σας.

Φίλοι επισκέπτες. Εκτιμώ ιδιαίτερα την γνώμη σας και την κριτική σας. Σας ευχαριστώ που είχατε την υπομονη να διαβάσετε τις ιστορίες μου. Αφήστε μου κι ένα σχόλιο με την γνώμη σας.
Κωστής

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Η αγελάδα του Γρηγορομιχάλη

Η αγελάδα του Γρηγορομιχάλη

Ζούσε πριν πολλά χρόνια στο χωριό μου ένας νοικοκύρης, άξιος και ψυχωμένος γεωργός. Ο Γρηγορομιχάλης ο Θεός να του συχωρέσει. Ήταν πάντα του εργατικός και μερακλής. Όλα τα κτήματά του, τα χωράφια του, οι ελιές του, τ' αμπέλια του και οι κήποι του πάντα όμορφα καλλιεργημένα και περιποιημένα. Κάθε μέρα, εκτός από τις Κυριακές και τις γιορτές βρισκόταν στα περιβόλια του και τα φρόντιζε. Πάντα έβρισκε κάτι να κάνει. Να σκάλίσει λίγο, να κόψει κανένα κλαδί ή κανένα ζιζάνιο που πεταγόταν εκεί που δεν έπρεπε. Και όταν πάλι δεν έβρισκε κάτι να συγυρίσει, καθότανε σε μια άκρη και καμάρωνε τα υπάρχοντά του.
Ήταν καλός άνθρωπος. Πάντα του μοίραζε στους γειτόνους και τους συγγενείς από τα καλούδια που παρήγαγε άφθονα η εργατικότητά του.
Στις δουλειές του, στο όργωμα και το αλώνισμα, είχε ένα ζευγάρι αγελάδες που τον βοηθούσαν. Καλοταϊσμένα και γερά ζώα και τα δυο, μπορούσαν να προλαβαίνουν όλες τις δουλειές που χρειάζονταν να γίνουν στα κτήματα του Μιχάλη, κι ακόμη οργώματα που αναλάμβανε ο ίδιος στα χωράφια άλλων συγχωριανών.
Ήταν όμορφα ζώα. Η μια η μεγαλύτερη σε ηλικία αγελάδα η μαύρη που ακόμη θ' άντεχε τις δουλειές για πολλά χρόνια, και η νεώτερη η κόρη της η κανελιά. Αυτή έδειχνε πως θ' άντεχε γι ακόμη περισσότερο. Και για βαρύτερες δουλειές.
Αλλά και εκτός από τις δουλειές, οι αγελάδες του κάθε χρόνο γεννούσαν και μεγάλωναν όμορφα μοσχάρια. Και καμάρωνε ο Μιχάλης και γι αυτά. Καμάρωνε και για το γάλα που έβγαζαν όταν τις άρμεγε. Γέμιζαν κουβάδες. Ειδικά εκείνη η νεώτερη η κανελιά έκανε τα χέρια του να πιάνονται από το άρμεγμα.
Είχε όμως ένα κουσούρι εκείνη η κανελιά. Πολλές φορές, μόλις που είχε τελειώσει το άρμεγμα ο Μιχάλης, εκείνη βάραγε μια κλωτσιά στον κουβά και τον έριχνε κάτω και έχυνε το γάλα. Στην αρχή έκανε ο Μιχάλης υπομονή, λέει ακόμη νεαρή και βιτσιόζα είναι, θα της περάσει. Μετά όταν συνέχιζε τα ίδια εκείνη, είχε το νου του και φρόντιζε να τραβά γρήγορα το κουβά από πίσω της πριν προλάβει αυτή να τον αδειάσει. Αλλά μια φορά πάλι μόλις τον τράβηξε, γύρισε εκείνη και του επιτέθηκε και μόλις που πρόλαβε αυτός να γλιτώσει ο ίδιος από τα κέρατά της. Άρχισε τότε να την δένει με πιο κοντό σκοινί ώστε να μην έχει περιθώρια πολλά για να του ξανακάνει επίθεση.
Δεν ήταν στο άρμεγμα τα μόνα προβλήματα που δημιουργούσε στον Μιχάλη. Πολλές φορές στο όργωμα εκείνη έκανε του κεφαλιού της. Τη μια θα προσπαθούσε να τραβήξει μακριά από την γραμμή που έπρεπε να πάει το αλέτρι και παράσερνε και την άλλη σαν πιο δυνατή που ήταν, την άλλη θα στρίμωχνε τον Μιχάλη ή την άλλη αγελάδα σε κανένα τοίχο προσπαθώντας να τους τραυματίσει. Μια φορά μάλιστα όπως σίμωναν οργώνοντας, σ΄ένα δένδρο με χαμηλά κλαδιά, αυτή έτρεξε προς το δένδρο και μπήκε από κάτω, παρασέρνοντας τον Μιχάλη που ακολουθούσε με το αλέτρι, που χτύπησε σ' ένα κλαδί και κόντεψε να μείνει εκεί στον τόπο.
Ο Μιχάλης άρχισε να προβληματίζεται. Όσο και νάκανε υπομονή πιστεύοντας πως θα ηρεμήσει και θα στρώσει η ιδιότροπη αγελάδα του όσο μεγάλωνε, άρχισε ν' απελπίζεται. Το κουβέντιασε με τον αδερφό του κι' εκείνος τον συμβούλεψε να την πουλήσει. Να την δώσει σε κανένα χασάπη για σφάξιμο γιατί η αγελάδα, όσο καλή και νάτανε, δεν έκανε να την έχει κανείς στο σπίτι του για δουλειές.
Ο Μιχάλης όμως την λυπόταν. Ήταν όμορφο και δυνατό ζώο, άντεχε στην σκληρή δουλειά και έβγαζε και πολύ γάλα και του άρεσε να την καμαρώνει και να καυχιέται και στους συγχωριανούς του γι αυτήν, χωρίς ν' αναφέρεται βέβαια στα κουσούρια της.
Έτσι αποφάσισε να την κρατήσει. Για όσο καιρό θα μπορούσαν να συνυπάρχουν.
Ήρθε ξανά το φθινόπωρο, ο καιρός του οργώματος και της σποράς, καληώρα τέτοια εποχή και ο Μιχάλης ξανάπιασε τη δουλειά στα χωράφια με τις γελάδες του. Κάθε βράδυ μετά το όργωμα, περνούσαν από την βρύση του χωριού να πιουν τα ζώα νερό και μετά να πάρουν την ανηφόρα για τον στάβλο.
Είχε πάει καλά η δουλειά εκείνης της μέρας. Και τώρα ανέβαιναν σιγά σιγά το μονοπάτι στην άκρη του γκρεμού, που οδηγούσε στον στάβλο. Η αγελάδα η μαύρη οδηγούσε το δρόμο, ακολουθούσε ο Μιχάλης καβάλα στο μουλάρι του και πίσω ερχόταν η αγελάδα η κανελιά.
Ξαφνικά, η αγελάδα η κανελιά, το καμάρι του Μιχάλη, άνοιξε το βήμα της και ήρθε δίπλα στο μουλάρι, τούκλεισε το δρόμο και με τα πλευρά της το έσπρωξε στον γκρεμό με τον Μιχάλη ακόμη πάνω του.
Η αγελάδα η κανελιά, το καμάρι του Μιχάλη, τον σκότωσε.

Κωστής, Νοέμβρης 2011

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Ο Μανούσος.



Ο Μανούσος


Εκείνος ο Αύγουστος ήταν ζεστός. Όπως κάθε Αύγουστος. Πριν σαράντα τόσα χρόνια όμως, δεν ήταν μόνο η ζέστη που τυραννούσε τον κόσμο. Ήταν και η καταπίεση που ένιωθε κανείς στον σβέρκο του από την χούντα που κυβερνούσε την Ελλάδα τόσα χρόνια και που χρόνο με το χρόνο, γινόταν όλο και πιο αβάσταχτη.
Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, εκείνο το βράδυ είχε μεγάλη κίνηση. Κόσμος πολύς περίμενε να μπει στον σταθμό το “Ακρόπολις Εξπρές” που είχε ξεκινήσει από την Αθήνα και θα σταμάταγε στην Θεσσαλονίκη για μισή ώρα, να φορτώσει τους εργάτες που είχαν έρθει για μερικές μέρες με άδεια στην πατρίδα, και τώρα περίμεναν να ξαναμπούν στο τρένο και να γυρίσουν πίσω στα εργοστάσια και τις φάμπρικες της Γερμανίας. Οι ταξιδιώτες και οι συγγενείς και οι φίλοι που είχαν έρθει να τους αποχαιρετίσουν, γέμιζαν την αποβάθρα όταν το τρένο άρχισε να μπαίνει σιγά σιγά στον σταθμό.
Μόλις σταμάτησε, ο κόσμος άρχισε να στριμώχνεται στις πόρτες, οι πρώτοι που μπήκαν μέσα έψαξαν να βρουν μια θέση και να πετάξουν μια βαλίτσα πάνω για να την καταλάβουν και αμέσως ξαναβγήκαν στα παράθυρα για να τους δώσουν όσοι βρισκόταν ακόμη απ' έξω τα υπόλοιπα μπαγκάζια, τα παιδιά που έκλαιγαν, τις τσάντες με το φαγητό για το δρόμο και κανένα πεταχτό φιλί.
Πάνω στην αναμπουμπούλα και τον χαμό, σηκώθηκε ο Μανούσος από την γωνιά που ήταν κρυμμένος, χώθηκε και αυτός ανάμεσα στο πλήθος και μπήκε στο τρένο. Προσπαθούσε όσο μπορούσε ν' ανακατευτεί με τους υπόλοιπους, να ζαρώνει όσο μπορεί και να μην δίνει στόχο. Να περνά όσο το δυνατόν απαρατήρητος. Γιατί ο Μανούσος ήταν καταζητούμενος. Όλες οι δυνάμεις της ασφάλειας της χούντας, επίσημες και ανεπίσημες, τον έψαχναν σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Και στην Κρήτη που ήταν ο τόπος της καταγωγής του, και στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη και αλλού. Έψαχναν σταθμούς και λιμάνια για να τον βρουν .
Είχε έρθει από το εξωτερικό με πλαστό διαβατήριο, σταλμένος από το ΠΑΚ με ορισμένη αποστολή και οδηγίες, σχετικές με την αντίσταση ενάντια στην χούντα στο εσωτερικό. Δεν άργησε όμως να μάθει για τις κινήσεις του η ασφάλεια, και γρήγορα τον έπιασαν και κατέληξε στην Αθήνα, στο περίφημο κολαστήριο ψυχών και σωμάτων, το ΕΑΤ/ΕΣΑ. Ήταν το μέρος που μάζευαν όλους εκείνους που θεωρούσαν πως ήταν η σοβαρότερη απειλή για το καθεστώς. Εκεί ήταν μαζεμένη και η αφρόκρεμα των βασανιστών. Και τους έκαναν όλους να βλαστημούν την ώρα και την στιγμή που τους γέννησε η μάννα τους. Εκεί ήταν το μέρος που ανακάλυπταν καθημερινά καινούριους τρόπους βασανισμού και που είχαν αντικείμενα για να τους δοκιμάζουν και να τους εφαρμόζουν. Εκεί, στο κέντρο της Αθήνας, που ακόμη και τώρα αν περάσει απ' έξω κανείς, ανατριχιάζει γιατί νιώθει ακόμη τις κραυγές του πόνου και ακούει τους αναστεναγμούς όσων μαρτύρησαν εκεί μέσα.
Εκεί μετέφεραν και τον Μανούσο και άρχισαν να τον περιποιούνται όπως τόσους και τόσους. Λίγοι μπορούσαν να ξεφύγουν από κει μέσα, αλλά ο Μανούσος κατάφερε ν' αποδράσει. Κρυβόταν από δω και από κει για δυο βδομάδες, μέχρι που μπόρεσε να πάει στην Θεσσαλονίκη, εκεί κάποιος τον βοήθησε να βγάλει εισιτήριο και τώρα ήταν στο τρένο για να φύγει ξανά στο εξωτερικό.
Λίγο πριν ξεκινήσει το τρένο, ο Μανούσος είδε να μπαίνουν μέσα και οι χωροφύλακες του ελέγχου διαβατηρίων. Αυτοί είχαν ένα σύστημα να ξεκινούν να δουλεύουν πλάτη με πλάτη, από το ενδιάμεσο των βαγονιών και σιγά σιγά ν' απομακρύνεται ο ένας από τον άλλο. ΄Ετσι δεν μπορούσε να τους ξεφύγει κανείς. Ήλεγχαν όλα τα βαγόνια, τα διαμερίσματα, τις τουαλέτες τα πάντα. Και αν ήταν κάποιος καταζητούμενος, δεν είχε πως να ξεφύγει. Το τρένο δεν έκανε καμιά στάση μέχρι τα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία, τον σταθμό της Ειδομένης. Ο Μανούσος, μόλις τους αντιλήφθηκε να τον πλησιάζουν, χώθηκε μέσα σε μια τουαλέτα, αλλά όταν του χτύπησε ο χωροφύλακας για να του ζητήσει το διαβατήριο, εκείνος προφασίστηκε πως είχε πρόβλημα, και τον παρακάλεσε να προχωρήσει και θα του έφερνε το διαβατήριο για να το σφραγίσει. Τον είχε πετύχει τον Μανούσο ο χωροφύλακας, την ώρα που εκείνος προσπαθούσε, μ' έναν νυχοκόπτη ν' ανοίξει μια καταπακτή πάνω από την τουαλέτα και να χωθεί εκεί μέσα μέχρι να φτάσουν στα σύνορα και να τελειώσει ο έλεγχος. Πολλοί είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν από την Ελλάδα χωμένοι εκεί μέσα.
Αλλά τον Μανούσο τον πρόλαβαν. Και τώρα σκέφθηκε πως αν δεν πάει διαβατήριο στον χωροφύλακα, εκείνος θα γυρίσει πίσω να τον ψάχνει. Και θάψαχνε και την κρύπτη που θα τον έκρυβε. Απελπισμένος, ενώ το τρένο έτρεχε πάνω στις ράγες για τα σύνορα και την ελευθερία του, εκείνος άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα του βαγονιού και κρεμάστηκε απ έξω. Πως τα κατάφερε δεν ξέρω, αλλά γλίστρησε στο κενό, ανάμεσα στα δυο βαγόνια, και σιγά σιγά μπόρεσε ν' αναρριχηθεί στην οροφή. Αυτό το πράγμα μπορεί να τόχουμε δει να συμβαίνει στα κινηματογραφικά έργα με συνθήκες ασφαλείας για εκείνους που το κάνουν, αλλά με το τρένο να τρέχει μέσα στην νύχτα και τα βαγόνια να κολλάνε και ν' απομακρύνονται το ένα από το άλλο δεν νομίζω πως θα μπορούσα να φανταστώ πως μπορεί να γίνει. Με το τρένο και σταματημένο ακόμη, το θεωρώ δύσκολο.
Μπορεί νάτανε τα μέσα του Αυγούστου, καλοκαίρι στο φόρτε του και με τις νύχτες ακόμη ζεστές, αλλά πάνω στην οροφή του τρένου που τρέχει με ταχύτητα μέσα στην νύχτα, έκανε κρύο. Κι ο Μανούσος άρχισε να παγώνει. Κάτι έπρεπε να κάνει. Άρχισε να πηδά από βαγόνι σε βαγόνι, με το τρένο πάντα σε κίνηση, κι έφτασε στο πρώτο, που ήταν το βαγόνι-εστιατόριο και από κάτω είχε κουζίνα και ζέστη. Εκεί γαντζώθηκε απελπισμένος και περίμενε να φτάσουνε στα σύνορα. Το βαγόνι-εστιατόριο όμως, πάει μέχρι τα σύνορα μόνο, πράγμα που δεν τόξερε. Όταν είδε πως ετοιμαζόντουσαν να το κόψουν από το υπόλοιπο τρένο, πήδηξε ξανά στο επόμενο και περίμενε. Είχε κολλήσει με την κοιλιά πάνω στην οροφή, αλλά έπεσε πάνω του ο προβολέας της μηχανής που γυρνούσε για να δέσει και να τραβήξει το υπόλοιπο τρένο και ο μηχανοδηγός τον είδε. Μέχρι εκεί κράτησε η τύχη του Μανούσου. Ο μηχανοδηγός, σαν καλός Έλληνας και πατριώτης που ήταν, κατέβηκε από την μηχανή και ενημέρωσε τον αξιωματικό υπηρεσίας του ελέγχου των διαβατηρίων. Αυτός πήρε μαζί του ένα φακό και ένα χωροφύλακα, βρήκε τον Μανούσο και τον κατέβασε από το τρένο.
Όπως τον οδηγούσε στα γραφεία της υπηρεσίας, τον ρώτησε πως λέγεται, κι όταν έμαθε τ' όνομά του του κόπηκαν τα πόδια. Τον ήξερε ο αξιωματικός υπηρεσίας. Δεν είχε γνωρίσει τον ίδιο προσωπικά, ήταν λίγο μεγαλύτερός του, αλλά ήξερε την οικογένειά του στην Κρήτη, ήταν ίδιας ηλικίας και συμμαθητές με έναν από τους αδελφούς του, είχε ακούσει για την δράση του στο εξωτερικό και πως είχε έρθει στην Ελλάδα με πλαστό διαβατήριο και πως τον είχαν πιάσει και τον κρατούσαν στο ΕΑΤ/ΕΣΑ.
Άρχισε να βλαστημά την ώρα και την στιγμή που είχε αποφασίσει να κάμει την στρατιωτική θητεία του στην χωροφυλακή και το μόνο που κατάφερε να τον ρωτήσει ήταν πως βρέθηκε εκεί, αφού τον είχαν κρατούμενο στην Αθήνα. (Οι άνθρωποι της χούντας δεν ήθελαν να μαθευτεί πως είχε καταφέρει ν' αποδράσει κρατούμενος από το ΕΑΤ/ΕΣΑ και δεν είχαν στείλει σήματα σχετικά με την απόδραση. Τον έψαχναν μόνοι τους.)
Έβαλε ένα χωροφύλακα σκοπό να τον φυλάει, του παρήγγειλε καφέ να συνέλθει κάπως, τελείωσε η διαδικασία ελέγχου των διαβατηρίων και το τρένο έφυγε χωρίς τον Μανούσο. Ο αξιωματικός υπηρεσίας άρχισε να τον ρωτά για την οικογένειά του, τ' αδέρφια του, και έμαθε τα σχετικά. Τότε εμφανίστηκε και ο υποδιοικητής του ελέγχου διαβατηρίων και όταν έμαθε ποιος ήταν ο κρατούμενος, διέταξε να τον δέσουν με χειροπέδες, και άρχισαν να ετοιμάζουν δικογραφία για να τον οδηγήσουν στον εισαγγελέα την άλλη μέρα, για απόπειρα φυγής στο εξωτερικό χωρίς να έχει τα απαραίτητα (τότε) ταξιδιωτικά έγγραφα.
Έφυγαν και τα σχετικά σήματα προς τις αρμόδιες προϊστάμενες υπηρεσίες για να ενημερωθούν για την σύλληψη. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και εμφανίστηκαν μερικά αυτοκίνητα με συμβατικούς αριθμούς κυκλοφορίας, με ανθρώπους που όταν τους έβλεπες σ' έπιανε τρόμος. Μερικών τα ονόματα τα είχες ακούσει αλλά δεν φημιζόντουσαν για τις κοινωνικές τους σχέσεις. Σε ορισμένους μόνο κύκλους ήταν γνωστά τα ονόματα. Αλλά όχι και οι φάτσες τους. Ήρθαν λοιπόν οι άνθρωποι της χούντας, από την ΚΥΠ και το ΕΑΤ/ΕΣΑ, οι πρώην φρουροί του Μανούσου, για να εγκατασταθούν στα σύνορα και να ελέγχουν τα τρένα επειδή είχαν λέει πληροφορίες πως θα επιχειρήσει ξανά ν' αποδράσει στο εξωτερικό. Η κουβέντα γινόταν στον ίδιο χώρο που βρισκόταν ο ίδιος, αλλά κανείς απ' όλους αυτούς δεν τον αναγνώριζε. Είχε αλλάξει η εμφάνισή του, είχε και δυο βδομάδων γένια τώρα και δεν τους έλεγε τίποτα το πρόσωπό του. Όταν έμαθαν ποιος ήταν ο κρατούμενος, ετοιμάστηκαν τα πρωτοπαλίκαρα των βασανιστών να του ορμήξουν, και μόνο με απειλή χρήσης όπλων κατάφεραν οι χωροφύλακες να τους κρατήσουν μακριά απ' αυτόν. Απαίτησαν τότε από τους χωροφύλακες να τους τον παραδώσουν, αλλά και πάλι πήραν απάντηση πως θάπρεπε να τον ζητήσουν από τον εισαγγελέα όπου θα τον οδηγούσαν την επομένη το πρωί.
Άρχισαν τότε να πέφτουν διάφορα τηλέφωνα. Από και προς τα σύνορα. Από υπηρεσίες διάφορες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Και ήρθε στο τέλος εντολή να παραδοθεί ο Μανούσος σ' εκείνους που τον ήθελαν τόσο πολύ και να καταστραφεί η δικογραφία που είχε ξεκινήσει. Όπως και έγινε.
....................................................................................................................................
Ο Μανούσος ήταν παλικάρι. Η ιστορία του δεν τελειώνει εδώ που την σταματώ εγώ. Έχει και συνέχεια εξ ίσου ενδιαφέρουσα. Και εξ ίσου χαρακτηριστική του άντρα. Το όνομά του ακούστηκε αρκετές φορές στην συνέχεια όσο κράτησε ακόμη η χούντα και μετά που έπεσε το 1974. Εγώ σταματώ την ιστορία εδώ, γιατί αν ξεκινήσω να γράφω την συνέχεια, τότε θα είναι σαν να ομολογώ τ' όνομά του. Και δεν θέλω. Θέλω μόνο να πω, πως υπήρχαν και τότε και υπάρχουν ακόμη άνθρωποι σαν τον Μανούσο που τόλεγε η ψυχή τους.
Την θυμήθηκα την ιστορία του τώρα γιατί τέτοιες ζεστές μέρες έγινε. Κάποια μέρα στα μέσα του Αυγούστου στις αρχές της δεκαετίας του '70.


Κωστής. Αύγουστος 2011

Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Ο Γιώργης ο καφετζής.


Ο Γιώργης ο καφετζής

-Κωστάκη, θωρείς με ?!! Είμαι Θεός και βρέχω !!!!!
Έβρεχε, αλλά Θεός δεν ήτανε. Ήτανε ο Γιώργης που είχε το καφενείο απέναντι από τον Άι-Γιάννη στο Τζιτζιφέ, κοντά στο σπίτι μου και είναι από τους πρώτους χωριανούς που θυμούμαι. Θάμουνα δεν θάμουνα τεσσάρων χρονών και μ’ είχε πάρει ο πατέρας μου στο καφενείο και εκεί τον γνώρισα να βαστά ένα ποτιστήρι και να καταβρέχει την αυλή του κάτω από τις μουριές και τον δρόμο να κάτσει λιγάκι η σκόνη και να δροσίσει λίγο ο τόπος για να μπει στο καφενείο κανείς χωριανός ή περαστικός να πιει κανένα καφέ ή κανένα ποτό.
Φιγούρα του Άι-Γιαννιού, με το χαρακτηριστικό ύφος του, το περίεργο μαλλί του, κυκλοθυμικός, άλλες φορές ορεξάτος να πειράζει όλο τον κόσμο, μικρούς και μεγάλους και άλλες φορές πάλι μουτρωμένος να μην ανέχεται κουβέντα.
Οι πελάτες του καφενείου, πάντα λιγοστοί, του άφηναν χρόνο για να παίρνει και κανένα ύπνο κατά διαστήματα, ακουμπώντας το χέρι του στην πλάτη μιας καρέκλας, εκτός αν ήταν κάποια γιορτή οπότε τον απασχολούσαν περισσότερο.
Επειδή ήταν γειτονιά μου και όταν μικροί δεν είχαμε τίποτα να κάνομε, την περισσότερη ώρα μας την περνούσαμε στον Άι-Γιάννη που ήταν και το κέντρο της γειτονιάς, είχα την ευκαιρία να τον παρακολουθώ, ν’ ακούω τα πειράγματά του ή τις φωνές του και να θυμούμαι μέχρι σήμερα τον μοναδικό τρόπο που λειτουργούσε το καφενείο.
Εκείνα τα χρόνια, ύδρευση δεν είχε ακόμη το χωριό, και το νερό έπρεπε να το κουβαλήσει. Όπως ερχόταν από το σπίτι του, από την άλλη γειτονιά, γέμιζε και δυο κουβάδες νερό όπως πέρναγε από την βρύση και τους ανέβαζε την ανηφόρα του Άσπρουγα. Εκείνη ήταν και η καλύτερη ώρα για να πιει κανείς ένα ποτήρι δροσερό νερό το καλοκαίρι. Την ώρα που άνοιγε το καφενείο. Ύστερα από μισή ώρα το νερό έκανε μόνο για ξύρισμα. Όταν όμως εμφανιζόταν κανείς ξένος, ή το απόγευμα, πεταγόταν πάλι σε κάποια κοντινή στέρνα ν' ανανεώσει τις προμήθειές του σε δροσερό νερό. Πολλές φορές υπέμενε τα πειράγματα και τις παρατηρήσεις των πελατών για το νερό αλλά έκανε πως δεν άκουγε. Μόνο μια φορά, κάποιος ξένος, δασκαλεμένος, για να τον πειράξει, του παρήγγειλε «ένα καφέ και ένα νερό μα ζεστό !!!». Και αυτός τον στραβοκοίταξε, μουρμούρισε κάτι ανάμεσα στα δόντια του και δεν απήντησε.
Διέθετε βέβαια το καφενείο και μια παλιά παγωνιέρα για ώρα ανάγκης και έφερνε πότε πότε και κανένα κομμάτι πάγο από τα Χανιά, αλλά πόσο να κρατήσει κι αυτός. Οι γκαζόζες του όμως και οι πορτοκαλάδες ήταν πιο δροσερές, επειδή τις κατέβαζε στο υπόγειο που υπήρχε κάτω από τον πάγκο του μαγαζιού και τις έχωνε σε κάποια γούρνα με νερό.
Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος που έπλενε τα ποτήρια και τα φλιτζάνια των πελατών. Έριχνε λίγο νερό στο πρώτο ποτήρι, έβαζε τα δάχτυλά του μέσα, και άρχιζε να το τρίβει, με τον ανατριχιαστικό ήχο που βγάνανε τα δάχτυλά του πάνω στο βρεγμένο γυαλί, και το ποτήρι ήταν πλυμένο και καθαρό έτοιμο να χρησιμοποιηθεί από τον επόμενο πελάτη. Το νερό το ίδιο πήγαινε στο επόμενο ποτήρι και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να πλυθούν όλα και να τοποθετηθούν στο ράφι τους. Το νερό που έφτανε στο τελευταίο ποτήρι, είχα ένα χρώμα καφετί-σταχτί, αφού τώρα πια είχαν πλυθεί και τα δάχτυλά του. Η ίδια διαδικασία γινόταν και για το πλύσιμο των φλιτζανιών, μόνο που αυτά τα κρεμούσε σε καρφάκια στον τοίχο για να είναι έτοιμα για χρήση. Δεν τα έλεγχε όμως και πολύ πριν να ρίξει τον καφέ μέσα να τον σερβίρει και μια φορά έτυχε να σερβιριστεί μαζί με τον καφέ και ένας πολύποδας που είχε βρει καταφύγιο μέσα σ’ ένα φλιτζάνι. Τον χειμώνα τα πράγματα ήταν πιο απλά. Ζήτηση για δροσερό νερό και αναψυκτικά δεν υπήρχε μεγάλη, καφέδες, βραστάρια και σουμάδα ήταν πιο πολύ σε ζήτηση και πάνω στην ξυλόσομπα μονίμως υπήρχε η κατσαρόλα με το ζεστό νερό. Εξακολουθούσαν οι πελάτες, γύρω από τη σόμπα να παίζουν την κοντσίνα την πρέφα ή την ξερή, με έπαθλο δυο λουκούμια ή μια γκαζόζα στα δύο, αλλά η φασαρία στο μαγαζί μέσα ήταν τώρα λιγότερη επειδή τον καφετζή τον έπαιρνε ο ύπνος πιο συχνά κοντά στη ζεστασιά της σόμπας.
Πολλές φορές τα Σαββατοκύριακα, το καφενείο έκανε και χρέη κουρείου όταν ερχόταν ο Σταυράκης από την άλλη γειτονιά με το κασελάκι με τα σύνεργα του κουρείου παραμάσχαλα να περιποιηθεί τους δικούς του πελάτες. Μια φορά πάντως τον θυμάμαι που κούρευε και ξύριζε τον Γιώργη, του ξέφυγε λιγάκι το ξυράφι και ακούμπησε σε μια μεγάλη ελιά που είχε στο μάγουλο και τον επήραν τα αίματα. Και αυτός, γύρισε με τον χαρακτηριστικό τρόπο του και του είπε «Ήντα σε πείραζε η ελιά εκειδά που την είχα και έβαλες τη σκαλίδα να την ξεπατώσεις».
Τα πειράγματα πάντως όσο βρισκόταν κανείς κοντά του, έδιναν και έπαιρναν. Και στον ίδιο άρεσε να πειράζει, αλλά και τα δεχόταν από άλλους. Μικροί και μεγάλοι γινόντουσαν στόχος του όταν είχε όρεξη. Μόνιμος στόχος του ήμουνα εγώ επειδή όλη την ώρα τριγυρνούσα στον Άι-Γιάννη. Αλλά και μεγαλύτεροι όπως ο Μενέλαος, είτε περνούσε με τα ζώα του μπροστά από το καφενείο είτε καθόταν να πιει καφέ.
Μια φορά που έτυχε να είναι στο καφενείο ο Μενέλαος, με ρωτά :
-Κωστάκη, πώς κάνει η αγελάδα του Μενέλαου; Και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση :
-Μμμμμμμμμμμμμμμμενέλαε……
Άλλη μια φορά πάλι πέρναγε από το καφενείο η Σοφία και της λέει :
-Σοφία, θα σου πω ένα αίνιγμα και αν το βρεις θα σε κεράσω. Και συνεχίζει :
-Πόσα μάτια έχουνε μαζί ο Σωμαράς και ο γάιδαρός του. Εννοώντας τον Σωμαρά, που έμενε δίπλα στο καφενείο και ήταν μονόφθαλμος. Και η Σοφία απάντησε φυσικά «τρία».
-Έχασες, της λέει, και οι δυο μαζί έχουνε δυο μάτια!!!!. (Εκείνες τις μέρες είχε χάσει και ο γάιδαρος το ένα του μάτι).
Κατά τη διάθεση που είχε, άνοιγε καμιά φορά το ράδιο του καφενείου, όταν είχε μπαταρία φορτισμένη βέβαια, για ν’ ακούσομε καμιά είδηση από τον κόσμο πέρα από το χωριό μας ή λίγη μουσική, κρητική συνήθως.
Οι σχέσεις του με μας, την μαρίδα που γυρνάγαμε στον Αι-Γιάννη, συνήθως ήταν καλές. Μόνο όταν κάναμε πολλή φασαρία και δεν τον αφήναμε να κοιμηθεί μας φώναζε. Όμως μια περίοδο κάθε χρόνο τα χαλάγαμε για καμιά βδομάδα και γινόμαστε πραγματικά αντίπαλοι με μίσος ο ένας για τον άλλο. Και ήταν την περίοδο πριν το Πάσχα και ιδίως την Μεγάλη Βδομάδα, που τα σχολεία ήταν κλειστά και εμείς, όσο δεν ψάχναμε να βρούμε ξύλα για το κάψιμο του Ιούδα, είμαστε κρεμασμένοι από το σκοινί της καμπάνας του Άι-Γιαννιού.
Συνέχεια χτυπούσαμε την καμπάνα, όλες τις ώρες της ημέρας και φυσικά δεν τον αφήναμε να απολαύσει τον ύπνο του. Δεν είχαμε υπ’ όψιν μας την μαντινάδα που λέει :
Όταν κοιμάται ο δυστυχής
Κανείς μην τον ξυπνήσει
Γιατί ‘ναι η μόνη του χαρά
Τ’ όνειρο. Και θα σβήσει.
Εκείνες τις μέρες ξεσπούσε ανάμεσά μας ένας πραγματικός πόλεμος, με κάθε πλευρά να προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβάλλει τις θέσεις της. Εμείς να βρίσκουμε τρόπο να χτυπούμε συνέχεια την καμπάνα και αυτός να μας αποτρέπει με το καλό στην αρχή, με φοβέρες και απειλές στην συνέχεια και τέλος κλειδώνοντας η μπερδεύοντας το σκοινί της καμπάνας γύρω από το καμπαναριό. Κι εμείς πάλι είχαμε λάβει τα μέτρα μας για την περίπτωση αυτή με κάποιο μακρύ καλάμι που είχαμε πρόχειρο και διαθέσιμο να ξεκρεμάσουμε το σκοινί. Η διαμάχη και ο πόλεμος κρατούσε όλη τη μεγάλη βδομάδα και έληγε το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα χωρίς να μπορούμε να πούμε ποιος βγήκε νικητής και ποιος χαμένος. Μια φορά, θέλοντας να καλοπιάσει κάποιον από μας, θαρρώ πώς ήταν ο Μανόλης ο Αποστολάκης, του λέει :
-Μανωλάκι, να σου δώσω ένα λουκούμι να σταλίξης το σκοινί της καμπάνας. Κι ο Μανόλης συμφώνησε και έφαγε το λουκούμι αφού εστάλιξε το σκοινί. Αλλά είχε και το καλάμι κρυμμένο πίσω από την εκκλησία και σε πέντε λεφτά ξανάρχισε να χτυπά την καμπάνα με περισσότερο ζήλο από πριν.
Οπότε κι ο Γιώργης δεν άντεξε και με το δίκιο του. Και βάζοντας τα χέρια του στη μέση του γύρισε και τον κοίταξε στραβά και του είπε:
-Ε.. Δεν πας εδά στο γέρο (ν)το διάολο.

Τα χρόνια περνούνε σιγά-σιγά χωρίς να το παίρνομε χαμπάρι. Μεγαλώσαμε εμείς και φύγαμε από το χωριό ένας-ένας. Μεγάλωσε και ο Γιώργης και γέρασε, έμεινε όμως στο χωριό χωρίς ποτέ του να παντρευτεί, να μένει με την αδερφή του την Κατερίνη και να φροντίζει το καφενείο του και καμιά δεκαριά προβατίνες που είχανε. Όσο και να μεγάλωσε όμως και όσο και να γέρασε μου φαινότανε πως δεν άλλαζε παρά παρέμενε ο ίδιος όσα χρόνια και να περνούσαν. Το μόνο που μου φαίνεται πως άλλαξε ήταν η έντονη απουσία του από τον Άι-Γιάννη και την γειτονιά όταν σταμάτησε να ασχολείται με το καφενείο και το παρέλαβε ο ανιψιός του. Έχασε η γειτονιά. Και το χωριό.
Όπως χάνει όταν φεύγουν για πάντα οι άνθρωποι που δίνουν ζωή σ’ ένα τόπο. Και χάνουμε και εμείς που έχομε μείνει με τις εικόνες από τα παιδικά μας χρόνια στο μυαλό και θέλομε όταν πάμε, έστω για λίγο στο χωριό, ύστερα από τόσα χρόνια που περάσανε, να βρούμε τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως τους αφήσαμε.
Κι όταν δεν τους βρίσκουμε εκεί που τους ψάχνουμε, προσπαθούμε κρυφά να σκουπίσουμε το δάκρυ που αρχίζει να κυλά στο μάγουλο.



Κωστής Ιούλης 2011

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Η βρύση του Τζιτζιφέ.

Η Βρύση του Τζιτζιφέ

Το χωριό μας, μικρό δυο γειτονιές, καμιά εκατοστή άντε εκατόν πενήντα σπίτια όλα μαζί, τα πιο πολλά άδεια τώρα, πιο παλιά γεμάτα με τις φαμελιές, άλλες μικρές άλλες μεγάλες, είναι θαρρείς κολλημένο στις ρίζες της Μαδάρας.
Από τη νότια πλευρά ορθώνεται η Μαδάρα, απότομη και αφιλόξενη πολλές φορές, όμορφη όμως, ν’ αλλάζει χρώματα κατά την εποχή του χρόνου, σαν την νέα γυναίκα που αλλάζει τα φουστάνια της, πολύχρωμη και μυρωδάτη, την άνοιξη να φορεί τα πιο λαμπερά της φορέματα και να πρασινίζει από την βλάστηση και αργότερα, όπως αρχίζουν ν’ ανθίζουν τα λουλούδια και τα κλαδιά, να φορά τα πολύχρωμα φορέματά της για να τραβήξει πάνω της τα ζουζούνια και τις μέλισσες πάλι σαν τις κοπελιές που θέλουνε να τραβήξουνε πάνω τους τα βλέμματα των αγοριών. Το καλοκαίρι πάλι, που στρίβει το χορτάρι και ξεραίνεται ο τόπος από την αναβροχιά τα χρώματα αλλάζουνε στο πιο καφετί και μόνο σε τόπους-τόπους φαίνεται λιγάκι πρασινάδα από μερικά δεντρά, που γλιτώσανε από παλιότερες πυρκαγιές και τώρα ομορφαίνουν τον ξερότοπο πάλι σαν το στολίδι στο στήθος της κοπελιάς. Το φθινόπωρο πάλι θ’ αρχίσει να πρασινίζει ο τόπος, όταν οι πρώτες βροχές ξυπνήσουνε τους σπόρους που είναι θαμμένοι στο χώμα και να τους δώσουνε ζωή. Μέχρι ν’ αρχίσουνε να πέφτουνε τα πρώτα χιόνια, λίγο πιο ψηλά από το χωριό, και να σκεπάσουνε τα πάντα και να μοιάζει η Mαδάρα σαν την νύφη που κίνησε για την εκκλησιά με τα πέπλα της και τα φορέματα της τα άσπρα.
Η βορινή πλευρά του χωριού, κατηφορίζει σε μέρη πιο ήμερα και προσιτά και ξεκινά από εδώ ν’ απλώνεται μπρος στα πόδια μας μέχρι όπου φτάνει το μάτι όλος ο πεδινός Αποκόρωνας. Αλλού καλλιεργημένος, αλλού δασωμένος με την φύση νάχει χαρίσει στον τόπο την ομορφιά όλων των αποχρώσεων του πράσινου για να ξεκουράζει το μάτι του ανθρώπου. Από τα δυτικά την Μαλάξα ως τ’ ανατολικά την Γιωργιούπολη και το Ρέθυμνο και τον Κεφαλά προς βορρά απλώνονται τα χωριά του Αποκόρωνα, άλλα κοντινά και άλλα πιο απόμακρα να ξεχωρίζουνε μέσα στο πράσινο.
Η ομορφιά του τόπου, όποια εποχή και νάναι σε κάνει να κάθεσαι και να τον θαυμάζεις, να τον χαζεύεις με τις ώρες να μην θέλεις να φύγεις και να κάνεις τον σταυρό σου για το θαύμα που έφτιαξε ο Δημιουργός.
Λίγο πιο ψηλά από το χωριό, σαν μια μαχαιριά στη μέση της Μαδάρας, χάσκει το Φαραγγούλι, σαν νάθελε ο Πλάστης να ξεχωρίσει τις δυο γειτονιές του χωριού. Κατηφορίζει το ρέμα από την Μαδάρα, φτάνει ως του «Κατσιάνου» όπου συναντά το δημόσιο δρόμο, περνά ανάμεσα στις δυο γειτονιές και συνεχίζει πέρα από το χωριό προς το Νίππος και τις Βρύσες για να συναντήσει άλλα ρέματα πριν φτάσει στην θάλασσα στην Γιωργιούπολη. Ξερόρεμα τον πιο πολύ καιρό παίρνει ζωή μόνο από τις δυνατές μπόρες και καταιγίδες που πιάνουν τα μέρη μας και μαζεύει τα νερά του Θεού κρατώντας τα μακρυά από το χωριό και οδηγώντας τα στη θάλασσα. Χρησιμεύει και σαν δρόμος το Φαραγγούλι, αν μπορεί κανείς να τον πει δρόμο το μονοπάτι που παλιότερα χρησίμευε σαν μια από τις προσβάσεις προς τη Μαδάρα κα βοήθαγε τους βοσκούς και τα πρόβατα ν’ ανεβοκατεβαίνουν και όσους είχανε μια πατέ ίσιο τόπο ν’ ανεβούνε μέχρι τη «Μεσομούρα» ή τα «Λακούδια», να τον σκάψουνε με τα ροζιασμένα χέρια τους να κάμουνε μια οκά καρπό και να ταΐσουνε τις φαμελιές τους. Και το βράδυ πάλι να κατηφορίσουνε σιγά – σιγά προς το χωριό μ’ ένα δεμάτι ξύλα στην πλάτη. Και στις πλαγιές, από τη μια και την άλλη μεριά, ακουγότανε πολλές φορές τα βράδια οι πέρδικες να κακαρίζουνε, για να ξέρει κάθε μια που θα περάσει τη βραδιά η άλλη και το πρωί να μαζευτούνε ξανά και ν’ αρχίσουνε να ψάχνουνε για κανένα μερμήγκι ή κανένα σπόρο να περάσουνε την καινούρια μέρα.
Από του «Κατσιάνου» και κάτω, ο τόπος ημερεύει και οι ελιές και τ’ άλλα δεντρά παίρνουνε τη θέση που λίγο πιο ψηλά είχανε τα χαράκια, οι ασπαλάθοι και οι φλόμοι. Και κατηφορίζει το ρέμα μέχρι να συναντήσει τη Βρύση. Το πιο χαρακτηριστικό και όμορφο κομμάτι του χωριού που με κάνει σήμερα να γράψω το σημείωμα αυτό.
Ανάμεσα στις δυο γειτονιές, λίγο πιο χαμηλά από τα τελευταία σπίτια, φαρδαίνει το ρούμα, και καταλήγουνε στο σημείο αυτό δυο δρόμοι από κάθε γειτονιά του χωριού. Ο ξερότοπος μεταμορφώνεται σε παράδεισο. Δυο τεράστια πλατάνια στέκουνε σαν φύλακες, από ένα στο μέρος κάθε γειτονιάς και χαρίζουνε τον ίσκιο τους και τη δροσιά τους σ’ όποιον την αποζητά τους καλοκαιρινούς μήνες. Από τη μια μεριά της μικρής πλατείας που σχηματίζεται υψώνεται μονοκόμματος ένας βράχος γεμάτος μικρές και μεγάλες τρύπες που φωλιάζουνε αγριοπερίστερα και πετροκοτσυφοί και καταλήγει στο σπηλιάρι και από την άλλη μεριά φαρδαίνει κι άλλο και κατηφορίζει η πλατεία προς τα περβόλια και τους μπαξέδες.
Και στη ρίζα του βράχου η Βρύση. Δώρο του Θεού στο χωριό. Χτισμένη με πέτρες πελεκημένες, μαζεύει το νερό από το βράχο και μας το προσφέρει, δροσερό το καλοκαίρι και πιο ζεστό το χειμώνα.
Έχει μια επιγραφή χαραγμένη στην πέτρα πώς φτιάχτηκε με δαπάνη των χωριανών εδώ και εκατόν τριάντα χρόνια περίπου. Την εποχή που ακόμη στην Κρήτη βρισκότανε οι Τούρκοι. Και το σχέδιο που φαίνεται πελεκημένο στις χτισμένες πέτρες μοιάζει με τα σχέδια που έχουνε βρεθεί σε κτίσματα από την εποχή των Τούρκων γιατί αυτοί, σε τόπους περαστικούς, όπου υπήρχε λίγο νερό και λίγος ίσκιος, μάζευαν το νερό και έχτιζαν μια βρύση να ξεδιψούνε οι πεζοπόροι και τα ζωντανά και να ξεκουράζονται λιγάκι στη δροσιά, να δοξάζουνε τον Αλλάχ και να μνημονεύουνε και να συχωρούνε εκείνον που έφτιαξε τη βρύση. Εμείς όμως ξεχνούμε να το κάνομε και να θυμηθούμε και εκείνους που φτιάξανε τη βρύση και να ευχαριστήσομε Αυτόν που χάρισε το νερό στο χωριό. Και βλέπομε μόνο τα πουλιά σαν κάθονται στην άκρη της γούρνας να ξεδιψάσουνε, με κάθε μπουκιά νερό που βάνουνε στο στόμα τους, να σηκώνουνε ψηλά, κατά τον ουρανό το κεφάλι και να ευχαριστούνε το Θεό.
Κάπως έτσι χτίστηκε τέλος πάντων η βρύση και αυτή είναι πάνω κάτω με λίγα λόγια η ιστορία της. Πόσοι όμως περαστικοί και διψασμένοι ξεδίψασαν με το δροσερό νερό της, πόσοι ξεκουράστηκαν κάτω από τη σκιά των πλατάνων, πόση σημασία είχε κάποτε για το χωριό και πόση ζωή του έδωσε κανείς δεν μας λέει. Δεν θάτανε νομίζω υπερβολή να πω πως εμείς σχεδόν μεγαλώσαμε περνώντας, τα καλοκαίρια τουλάχιστον, το μεγαλύτερο μέρος της μέρας είτε κουβαλώντας νερό είτε παίζοντας με τα νερά. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η κοινωνική ζωή του χωριού ή ένα μεγάλο μέρος της περιστρεφότανε γύρω από τη βρύση.
Δεν υπήρχανε υδραγωγεία εκείνη την εποχή, να φέρνουνε το νερό με σωλήνες μέσα στα σπίτια από τον Στύλο. Και οι γυναίκες, αξημέρωτα ακόμη, πριν ξεκινήσουνε οι υπόλοιπες δουλειές της μέρας, ετρέχανε με την λαίνα στην πλάτη να κουβαλήσουνε το νερό για να πιούνε να μαγειρέψουνε και να κάνουνε τη λάτρα του σπιτιού. Και γυρίζανε στα σπίτια φορτωμένες, ν’ ανεβαίνουνε την ανηφόρα τον «Άσπρουγα» ή το «Πρικί Συκιδάκι» προς τη μια γειτονιά ή την «Πλακούρα» προς την άλλη. Δύσκολα χρόνια, μα δεν μας κάνει κακό να τα θυμούμαστε πότε-πότε.
Λίγο αργότερα, αφού εξημέρωνε ο Θεός τη μέρα, χειμώνα ή καλοκαίρι, πάλι περνούσανε από τη βρύση, πηγαίνοντας για τις δουλειές στα χωράφια. Για να ποτίσουνε τα ζώα του καθένας ή να πάρουνε νερό να έχουνε να πίνουνε. Και το βράδυ ο δρόμος της επιστροφής στο χωριό πάλι από τη βρύση περνούσε. Και γινότανε η βρύση σημείο συνάντησης όλου του χωριού, με τους άντρες να κάτσουνε σε κανένα πεζούλι να καπνίσουνε κανένα τσιγάρο και να κουβεντιάσουνε για τις δουλειές τους και τα ζώα τους και τις γυναίκες να πλύνουνε στο νερό κανένα καλάθι χόρτα να τα βράσουνε αργότερα στο σπίτι και να πούνε και αυτές δυο κουβέντες μεταξύ τους. Πολλές φορές, οι κουβέντα έπαιρνε σε μάκρος, μέχρι να τα πούνε όλα οι γυναίκες, και ξεχνιόντουσαν, οι κοπελιές περισσότερο και ας περιμένανε το νερό στο σπίτι για να πιούνε ή να μαγειρέψουνε και προβαίνανε οι μανάδες στο «Παλιό Σκολειό» ή την «Πλακούρα» να τους φωνάξουνε και να τις μαζέψουνε.
Πολλές φορές βέβαια, το χειμώνα, ύστερα από δυνατές βροχές, που εκατέβαζε νερά το ρούμα και όλες οι τρύπες που είχε ο βράχος δίπλα στη βρύση βγάζανε νερό, ο τόπος πλημμύριζε και έμοιαζε με αγριεμένο ποταμό. Τότε, όχι μόνο κανείς δεν έβρισκε γωνιά να σταματήσει να ξαποστάσει ή να πλησιάσει καμιά γυναίκα να πάρει νερό, αλλά δεν μπορούσε, άνθρωπος ή ζώο να περάσει από εκεί.
Τα καλοκαίρια όμως ο τόπος άλλαζε. Τελειώνανε τα θερίσματα, έκλεινε το σκολειό με τη σχολική γιορτή που γινότανε συνήθως στη σκιά του πλατάνου, στήνανε καμιά φορά και καμιά παράγκα, που χρησίμευε σαν καφενείο, κάτω από τον πλάτανο και όταν πιάνανε οι μεγάλες ζέστες ο κόσμος μαζευότανε πιο πολύ στη βρύση. Το πιο δροσιστικό για τη ζέστη ήταν βέβαια το νερό της βρύσης, μα και οι γκαζόζες ήταν δροσερές γιατί τις έβαζαν σ’ ένα καλάθι και τις κατέβαζαν στην στέρνα. Η παράγκα είχε φυσικό κλιματισμό κάτω από τον παχύ ίσκιο του πλατάνου και δεν υπήρχε όπως είδαμε ανάγκη ψυγείου. Ποιος χρειάζεται ψυγείο ή αιρ-κοντίσιον στη βρύση. Και όποιος είχε μια δραχμή, μπορούσε να πιεί ένα καφέ με νερό δροσερό ή μια γκαζόζα. Αλλιώς έπινε νερό δροσερό μόνο.
Από το πρωί μέχρι το βράδυ όλο και κάποιον θα συναντούσες στη βρύση. Όλοι οι χωριανοί έπρεπε να περάσουν από εκεί και μια και δυό και τρείς φορές καθένας. Να κουβαλήσουνε νερό, να ποτίσουνε τα ζώα τους πρωί και βράδυ, να ποτίσουνε τα περιβόλια τους όσοι είχανε, σύμφωνα με τη σειρά που δικαιούτανε καθένας το νερό από την κατάσταση που ήταν καρφωμένη στον πλάτανο. Οι πιο πολλοί όμως κατεβαίνανε στη βρύση για να δροσιστούνε λίγο και να ξεκουραστούνε κάτω από τη σκιά των πλατάνων τα μεσημέρια. Μα εμείς, οι μικρότεροι που ν’ αφήσουμε κανέναν να ησυχάσει. Μόλις γυρνάγαμε, κατά το κολατσιό από καμιά δουλειά στο σπίτι, τρώγαμε κάτι στα γρήγορα ή αρπάζαμε κανένα κομμάτι ψωμί και κατηφορίζαμε να συναντήσομε την παρέα μας και να περάσομε τη μέρα μέχρι αργά το απόγευμα που έπεφτε ο ήλιος και δρόσιζε λιγάκι. Δεν ησυχάζαμε βέβαια παρά συνέχεια παίζαμε με τα νερά ή κυνηγιόμαστε στους δρόμους και τα περβόλια, ψάχνοντας και καμιά φορά μήπως βρεθεί στο δρόμο μας και κανένα φρούτο ξεχασμένο πάνω σε κανένα δέντρο, να τα’ αρπάξομε αν δεν μας έβλεπαν. Μα το μεγαλύτερο πρόβλημα το είχαν όσοι θέλανε να ησυχάσουνε λίγο. Πού να μπορέσει κανείς να κοιμηθεί με τη φασαρία. Πάνω που πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος, όλο και καμιά φωνή, κανένα σφύριγμα τον ξύπναγε ή ακόμη, «κατά λάθος», κανένα μπουγέλωμα, ή καμιά ριπή από τα νεροπίστολα που φτιάχναμε με καλάμια για τον καθιερωμένο νεροπόλεμο. Δεν γλίτωνε κανείς. Αλλά ο πιο συνηθισμένος αποδέκτης των πειραγμάτων μας ήταν ο Αντώνης ο Αριάπης. Κωφάλαλος και καλοκάγαθος, δεν πείραζε κανένα εκεί που είχε τις προβατίνες του δίπλα στον πλάτανο. Είχε φτιάξει πάνω στον τοίχο του μέρος με κλαδιά και φύλλα για να ξαπλώνει αλλά εμεί παραμονεύαμε με το νερό να τον καταβρέξομε μόλις πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος. Έκανε πως μας κυνηγά για να μας φοβερίσει και να τον αφήσομε ήσυχο, αλλά ύστερα από λίγη ώρα πάλι κάναμε τα ίδια. Ήταν και η άλλη η συχωρεμένη η Zαμπιά. Δεν άκουγε καλά και όταν ήμασταν μοναχοί και την συναντούσαμε στο δρόμο και την χαιρετούσαμε, μας έλεγε χαρακτηριστικά : «Πού πάει το μεγαλωμένο…». Δεν πείραζε κι αυτή κανένα. Και πέρναγε κάθε μεσημέρι από τη βρύση με δυο-τρεις προβατίνες και εμείς που ξέραμε πως την ενοχλούσανε τα σφυρίγματα, παίρναμε θάρρος ο ένας με τον άλλο και αρχίζαμε να σφυρίζομε και αυτή να μας βρίζει και να μας καταριέται άσχημα πολλές φορές. Ο Θεός ν’ αναπάψει την ψυχή και των δύο, Γιατί τους είχαμε κανομένα πολλά.
Ποιόν και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Τώρα που η κεφαλή έχει αδειάσει και απ’ έξω και από μέσα, μόνο σκόρπιες εικόνες από τα περασμένα, τα όσα ζήσαμε μικροί περνούνε γρήγορα από το μυαλό, όσο έχει απομείνει, και χάνονται.
Πόσοι και πόσοι έχουν δροσιστεί και ξεδιψάσει στη βρύση, πόσο περαστικοί έχουνε ξεκουραστεί και σταματήσανε να προφυλαχτούνε λίγο από την κάψα του καλοκαιριού κάτω από τα πλατάνια ;
Πόσες φαμελιές μεγαλώσανε στα χαλάσματα που υπάρχουνε ακόμη σε δυο – τρεις μεριές δίπλα στη βρύση;
Πόσες φορές πέρασε ο Επιτάφιος το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής από τη βρύση και πόσες φορές σταμάτησε να διαβάσει ο παπάς ευχές να ξορκιστούνε οι νεράιδες και τα ξωτικά που ζούνε κοντά στα νερά και πειράζουνε τους ανθρώπους;
Πόσα παιδιά πριν από μας παίξανε ξυπόλυτα με τα νερά τα καλοκαίρια και οι φωνές τους και τα γέλια τους ακουγότανε σ’ όλο το χωριό;
Πόσοι φάγανε, ήπιανε και γλεντήσανε κάτω από τα πλατάνια όσα χρόνια υπάρχει η βρύση;
Πόσο θ΄άντεχε να ζήσει το χωριό αν δεν υπήρχε η βρύση να του δίνει νερό και ζωή όλα τούτα τα χρόνια;
Πόσα χρόνια θα συνεχίζει να υπάρχει και να δροσίζει τον κόσμο η βρύση;
Ποιος ξέρει να μας πει; Ποιος θυμάται;
Λένε μια ιστορία πως μια μέρα πριν από πολλά χρόνια, μπορεί νάναι και εκατό η και παραπάνω, μαζεύτηκε κάτω από τα πλατάνια όλο το χωριό. Και οι γυναίκες είχανε μαγειρέψει, άλλη μια όρθα, άλλη κρέας, άλλη ότι είχε, άλλη είχε φουρνίσει και έφερε ψωμί, όσοι είχανε φέρανε τυρί και κρασί και τρώγανε πίνανε και γλεντούσανε ούλη μέρα και ούλη νύχτα. Ετραγουδούσανε κι’ εγλεντούσανε μα τα μάτια όλων ετρέχανε σαν την βρύση που μουρμούριζε παραδίπλα. Γιατί την άλλη μέρα εξεκινήσανε με τα πόδια από το χωριό 120 άντρες, μικροί και μεγάλοι και πήρανε των αματιών τους. Εφύγανε λέει στην Αμερική να δουλέψουνε και να ξεπεινάσουνε οι ίδιοι και να στείλουνε πίσω στο χωριό, σ’ όσους αφήσανε κανένα δολάριο να ξεπεινάσουνε κι αυτοί. Και εφύγανε για να συναντήσουνε το καραβι που θα τους έπαιρνε, με τα πόδια από το δρόμο που πάει στα Σηφιανά, άλλος με μπαλωμένα, άλλος με τρυπημένα στιβάνια και βράκες με μπαλώματα και τρύπες και το πουκάμισο που πολλοί είχανε μοναδικό και δεν το πλένανε μπας και με το νερό και το σαπούνι διαλυθεί. Παρά χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο εφορούσανε και στέγνωνε πάνω τους όταν τους έπιανε καμιά μπόρα στο δρόμο και δεν είχαν που να βρούνε καταφύγιο. Επήρανε τη στράτα με το τραγούδι και όλο το χωριό τους απόβγαλε και οι γυναίκες που άλλες απομείνανε ορφανές από πατέρα, άλλες από αδερφό και άλλες από άντρα, εκλαίγανε και δίνανε παραγγελιές :
-Γιάννη, Σήφη, Γιώργη, Θοδωρή, Μανούσο……!!!!! Να μας (ε)γράφετε μωρέ. Να μη μας ξεχνάτε.
Ποιος ξέρει να μας πει πόσοι και πόσο καιρό θυμόντουσαν την παραγγελιά. Πόσοι δεν ξανακουστήκανε ποτέ. Πόσοι αφήσανε τα κόκαλά τους σκάβοντας την Αμερική με τα χέρια τους, όπως εκατομμύρια άλλοι πεινασμένοι από κάθε μεριά της γης, για να φτιάξουνε δρόμους και σιδηροδρόμους και να την κάμουνε μεγάλη και τρανή και να πεθάνουνε χωρίς ποτέ να πούνε πως εξεπεινάσανε ή πως εμπορέσανε να ξεκουραστούνε.

Κωστής Ιούλης 2011

Υ.Γ. Φωτογραφίες από το χωριό και την Βρύση μπορείτε να δείτε στα παρακάτω links :

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στην σύγχρονη ζωή.




Η παθογένεια και η παρακμή του κοινωνικοπολιτικού συστήματος δεν είναι αποκλειστικό Ελληνικό φαινόμενο. Στον τόπο μας όμως το πρόβλημα είναι διαχρονικό, από συστάσεως το Ελληνικού Κράτους και εντονότερο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Αν συνδυαστεί μάλιστα με την επίκτητη ανατολίτικη νοοτροπία μας του ραγιαδισμού και ωχαδερφισμού, του μπαξισιού και του ατομικισμού, τότε γίνεται οξύτερο και φαίνεται να παρασέρνει στον γκρεμό και εμάς και τον πολύπαθο αυτόν τόπο σαν χιονοστιβάδα. Χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα προοπτική αντιστροφής της πορείας. Μόνο θα συνεχίσομε να είμαστε μόνιμοι θεατές του ίδιου έργου.
Θα ήθελα να σας δώσω την δυνατότητα να διαβάσετε το έργο του Ευάγγελου Λεμπέση
Ἡ Τεράστια Κοινωνικὴ Σημασία τῶν Βλακῶν ἐν τῷ Συγχρόνῳ Βίῳ. Την μεταφέρω εδώ χάριν των αναγνωστών, επειδή κατά την γνώμη μου, δεν κυριαρχούν σήμερα όπως και ανέκαθεν μόνον οι μετριότητες αλλά και οι βλάκες και η βλακεία σε όλες της τις μορφές.

Το έργο γράφτηκε κατά παραγγελία και δημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα των Ελλήνων Νομικών” το 1941 και προκάλεσε πλείστες συζητήσεις, κριτικές και αντιπαραθέσεις. Είναι διαχρονικό και σκιαγραφεί μια κατάσταση που δυστυχώς ανθεί και ευδοκιμεί στη χώρα μας.

Επειδή είναι λιγάκι μακροσκελές,
το μετέτρεψα σε αρχείο τύπου (pdf), για να μπορέσετε να το κατεβάσετε εύκολα και να το σώσετε στον υπολογιστή σας, όπως είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, με τον πρόλογο και την γλώσσα του συγγραφέα, και για να το διαβάσετε με την ησυχία σας.
Πιστέψτε με, αξίζει τον κόπο.
Ο σύνδεσμος για να το κατεβάσετε, είναι εδώ :   Βλάκες






Κωστής . 1η Ιούλη 2011