Ο Γιώργης ο καφετζής
-Κωστάκη, θωρείς με ?!! Είμαι Θεός και βρέχω !!!!!
Έβρεχε, αλλά Θεός δεν ήτανε. Ήτανε ο Γιώργης που είχε το καφενείο απέναντι από τον Άι-Γιάννη στο Τζιτζιφέ, κοντά στο σπίτι μου και είναι από τους πρώτους χωριανούς που θυμούμαι. Θάμουνα δεν θάμουνα τεσσάρων χρονών και μ’ είχε πάρει ο πατέρας μου στο καφενείο και εκεί τον γνώρισα να βαστά ένα ποτιστήρι και να καταβρέχει την αυλή του κάτω από τις μουριές και τον δρόμο να κάτσει λιγάκι η σκόνη και να δροσίσει λίγο ο τόπος για να μπει στο καφενείο κανείς χωριανός ή περαστικός να πιει κανένα καφέ ή κανένα ποτό.
Φιγούρα του Άι-Γιαννιού, με το χαρακτηριστικό ύφος του, το περίεργο μαλλί του, κυκλοθυμικός, άλλες φορές ορεξάτος να πειράζει όλο τον κόσμο, μικρούς και μεγάλους και άλλες φορές πάλι μουτρωμένος να μην ανέχεται κουβέντα.
Οι πελάτες του καφενείου, πάντα λιγοστοί, του άφηναν χρόνο για να παίρνει και κανένα ύπνο κατά διαστήματα, ακουμπώντας το χέρι του στην πλάτη μιας καρέκλας, εκτός αν ήταν κάποια γιορτή οπότε τον απασχολούσαν περισσότερο.
Επειδή ήταν γειτονιά μου και όταν μικροί δεν είχαμε τίποτα να κάνομε, την περισσότερη ώρα μας την περνούσαμε στον Άι-Γιάννη που ήταν και το κέντρο της γειτονιάς, είχα την ευκαιρία να τον παρακολουθώ, ν’ ακούω τα πειράγματά του ή τις φωνές του και να θυμούμαι μέχρι σήμερα τον μοναδικό τρόπο που λειτουργούσε το καφενείο.
Εκείνα τα χρόνια, ύδρευση δεν είχε ακόμη το χωριό, και το νερό έπρεπε να το κουβαλήσει. Όπως ερχόταν από το σπίτι του, από την άλλη γειτονιά, γέμιζε και δυο κουβάδες νερό όπως πέρναγε από την βρύση και τους ανέβαζε την ανηφόρα του Άσπρουγα. Εκείνη ήταν και η καλύτερη ώρα για να πιει κανείς ένα ποτήρι δροσερό νερό το καλοκαίρι. Την ώρα που άνοιγε το καφενείο. Ύστερα από μισή ώρα το νερό έκανε μόνο για ξύρισμα. Όταν όμως εμφανιζόταν κανείς ξένος, ή το απόγευμα, πεταγόταν πάλι σε κάποια κοντινή στέρνα ν' ανανεώσει τις προμήθειές του σε δροσερό νερό. Πολλές φορές υπέμενε τα πειράγματα και τις παρατηρήσεις των πελατών για το νερό αλλά έκανε πως δεν άκουγε. Μόνο μια φορά, κάποιος ξένος, δασκαλεμένος, για να τον πειράξει, του παρήγγειλε «ένα καφέ και ένα νερό μα ζεστό !!!». Και αυτός τον στραβοκοίταξε, μουρμούρισε κάτι ανάμεσα στα δόντια του και δεν απήντησε.
Διέθετε βέβαια το καφενείο και μια παλιά παγωνιέρα για ώρα ανάγκης και έφερνε πότε πότε και κανένα κομμάτι πάγο από τα Χανιά, αλλά πόσο να κρατήσει κι αυτός. Οι γκαζόζες του όμως και οι πορτοκαλάδες ήταν πιο δροσερές, επειδή τις κατέβαζε στο υπόγειο που υπήρχε κάτω από τον πάγκο του μαγαζιού και τις έχωνε σε κάποια γούρνα με νερό.
Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος που έπλενε τα ποτήρια και τα φλιτζάνια των πελατών. Έριχνε λίγο νερό στο πρώτο ποτήρι, έβαζε τα δάχτυλά του μέσα, και άρχιζε να το τρίβει, με τον ανατριχιαστικό ήχο που βγάνανε τα δάχτυλά του πάνω στο βρεγμένο γυαλί, και το ποτήρι ήταν πλυμένο και καθαρό έτοιμο να χρησιμοποιηθεί από τον επόμενο πελάτη. Το νερό το ίδιο πήγαινε στο επόμενο ποτήρι και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να πλυθούν όλα και να τοποθετηθούν στο ράφι τους. Το νερό που έφτανε στο τελευταίο ποτήρι, είχα ένα χρώμα καφετί-σταχτί, αφού τώρα πια είχαν πλυθεί και τα δάχτυλά του. Η ίδια διαδικασία γινόταν και για το πλύσιμο των φλιτζανιών, μόνο που αυτά τα κρεμούσε σε καρφάκια στον τοίχο για να είναι έτοιμα για χρήση. Δεν τα έλεγχε όμως και πολύ πριν να ρίξει τον καφέ μέσα να τον σερβίρει και μια φορά έτυχε να σερβιριστεί μαζί με τον καφέ και ένας πολύποδας που είχε βρει καταφύγιο μέσα σ’ ένα φλιτζάνι. Τον χειμώνα τα πράγματα ήταν πιο απλά. Ζήτηση για δροσερό νερό και αναψυκτικά δεν υπήρχε μεγάλη, καφέδες, βραστάρια και σουμάδα ήταν πιο πολύ σε ζήτηση και πάνω στην ξυλόσομπα μονίμως υπήρχε η κατσαρόλα με το ζεστό νερό. Εξακολουθούσαν οι πελάτες, γύρω από τη σόμπα να παίζουν την κοντσίνα την πρέφα ή την ξερή, με έπαθλο δυο λουκούμια ή μια γκαζόζα στα δύο, αλλά η φασαρία στο μαγαζί μέσα ήταν τώρα λιγότερη επειδή τον καφετζή τον έπαιρνε ο ύπνος πιο συχνά κοντά στη ζεστασιά της σόμπας.
Πολλές φορές τα Σαββατοκύριακα, το καφενείο έκανε και χρέη κουρείου όταν ερχόταν ο Σταυράκης από την άλλη γειτονιά με το κασελάκι με τα σύνεργα του κουρείου παραμάσχαλα να περιποιηθεί τους δικούς του πελάτες. Μια φορά πάντως τον θυμάμαι που κούρευε και ξύριζε τον Γιώργη, του ξέφυγε λιγάκι το ξυράφι και ακούμπησε σε μια μεγάλη ελιά που είχε στο μάγουλο και τον επήραν τα αίματα. Και αυτός, γύρισε με τον χαρακτηριστικό τρόπο του και του είπε «Ήντα σε πείραζε η ελιά εκειδά που την είχα και έβαλες τη σκαλίδα να την ξεπατώσεις».
Τα πειράγματα πάντως όσο βρισκόταν κανείς κοντά του, έδιναν και έπαιρναν. Και στον ίδιο άρεσε να πειράζει, αλλά και τα δεχόταν από άλλους. Μικροί και μεγάλοι γινόντουσαν στόχος του όταν είχε όρεξη. Μόνιμος στόχος του ήμουνα εγώ επειδή όλη την ώρα τριγυρνούσα στον Άι-Γιάννη. Αλλά και μεγαλύτεροι όπως ο Μενέλαος, είτε περνούσε με τα ζώα του μπροστά από το καφενείο είτε καθόταν να πιει καφέ.
Μια φορά που έτυχε να είναι στο καφενείο ο Μενέλαος, με ρωτά :
-Κωστάκη, πώς κάνει η αγελάδα του Μενέλαου; Και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση :
-Μμμμμμμμμμμμμμμμενέλαε……
Άλλη μια φορά πάλι πέρναγε από το καφενείο η Σοφία και της λέει :
-Σοφία, θα σου πω ένα αίνιγμα και αν το βρεις θα σε κεράσω. Και συνεχίζει :
-Πόσα μάτια έχουνε μαζί ο Σωμαράς και ο γάιδαρός του. Εννοώντας τον Σωμαρά, που έμενε δίπλα στο καφενείο και ήταν μονόφθαλμος. Και η Σοφία απάντησε φυσικά «τρία».
-Έχασες, της λέει, και οι δυο μαζί έχουνε δυο μάτια!!!!. (Εκείνες τις μέρες είχε χάσει και ο γάιδαρος το ένα του μάτι).
Κατά τη διάθεση που είχε, άνοιγε καμιά φορά το ράδιο του καφενείου, όταν είχε μπαταρία φορτισμένη βέβαια, για ν’ ακούσομε καμιά είδηση από τον κόσμο πέρα από το χωριό μας ή λίγη μουσική, κρητική συνήθως.
Οι σχέσεις του με μας, την μαρίδα που γυρνάγαμε στον Αι-Γιάννη, συνήθως ήταν καλές. Μόνο όταν κάναμε πολλή φασαρία και δεν τον αφήναμε να κοιμηθεί μας φώναζε. Όμως μια περίοδο κάθε χρόνο τα χαλάγαμε για καμιά βδομάδα και γινόμαστε πραγματικά αντίπαλοι με μίσος ο ένας για τον άλλο. Και ήταν την περίοδο πριν το Πάσχα και ιδίως την Μεγάλη Βδομάδα, που τα σχολεία ήταν κλειστά και εμείς, όσο δεν ψάχναμε να βρούμε ξύλα για το κάψιμο του Ιούδα, είμαστε κρεμασμένοι από το σκοινί της καμπάνας του Άι-Γιαννιού.
Συνέχεια χτυπούσαμε την καμπάνα, όλες τις ώρες της ημέρας και φυσικά δεν τον αφήναμε να απολαύσει τον ύπνο του. Δεν είχαμε υπ’ όψιν μας την μαντινάδα που λέει :
Όταν κοιμάται ο δυστυχής
Κανείς μην τον ξυπνήσει
Γιατί ‘ναι η μόνη του χαρά
Τ’ όνειρο. Και θα σβήσει.
Εκείνες τις μέρες ξεσπούσε ανάμεσά μας ένας πραγματικός πόλεμος, με κάθε πλευρά να προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβάλλει τις θέσεις της. Εμείς να βρίσκουμε τρόπο να χτυπούμε συνέχεια την καμπάνα και αυτός να μας αποτρέπει με το καλό στην αρχή, με φοβέρες και απειλές στην συνέχεια και τέλος κλειδώνοντας η μπερδεύοντας το σκοινί της καμπάνας γύρω από το καμπαναριό. Κι εμείς πάλι είχαμε λάβει τα μέτρα μας για την περίπτωση αυτή με κάποιο μακρύ καλάμι που είχαμε πρόχειρο και διαθέσιμο να ξεκρεμάσουμε το σκοινί. Η διαμάχη και ο πόλεμος κρατούσε όλη τη μεγάλη βδομάδα και έληγε το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα χωρίς να μπορούμε να πούμε ποιος βγήκε νικητής και ποιος χαμένος. Μια φορά, θέλοντας να καλοπιάσει κάποιον από μας, θαρρώ πώς ήταν ο Μανόλης ο Αποστολάκης, του λέει :
-Μανωλάκι, να σου δώσω ένα λουκούμι να σταλίξης το σκοινί της καμπάνας. Κι ο Μανόλης συμφώνησε και έφαγε το λουκούμι αφού εστάλιξε το σκοινί. Αλλά είχε και το καλάμι κρυμμένο πίσω από την εκκλησία και σε πέντε λεφτά ξανάρχισε να χτυπά την καμπάνα με περισσότερο ζήλο από πριν.
Οπότε κι ο Γιώργης δεν άντεξε και με το δίκιο του. Και βάζοντας τα χέρια του στη μέση του γύρισε και τον κοίταξε στραβά και του είπε:
-Ε.. Δεν πας εδά στο γέρο (ν)το διάολο.
Τα χρόνια περνούνε σιγά-σιγά χωρίς να το παίρνομε χαμπάρι. Μεγαλώσαμε εμείς και φύγαμε από το χωριό ένας-ένας. Μεγάλωσε και ο Γιώργης και γέρασε, έμεινε όμως στο χωριό χωρίς ποτέ του να παντρευτεί, να μένει με την αδερφή του την Κατερίνη και να φροντίζει το καφενείο του και καμιά δεκαριά προβατίνες που είχανε. Όσο και να μεγάλωσε όμως και όσο και να γέρασε μου φαινότανε πως δεν άλλαζε παρά παρέμενε ο ίδιος όσα χρόνια και να περνούσαν. Το μόνο που μου φαίνεται πως άλλαξε ήταν η έντονη απουσία του από τον Άι-Γιάννη και την γειτονιά όταν σταμάτησε να ασχολείται με το καφενείο και το παρέλαβε ο ανιψιός του. Έχασε η γειτονιά. Και το χωριό.
Όπως χάνει όταν φεύγουν για πάντα οι άνθρωποι που δίνουν ζωή σ’ ένα τόπο. Και χάνουμε και εμείς που έχομε μείνει με τις εικόνες από τα παιδικά μας χρόνια στο μυαλό και θέλομε όταν πάμε, έστω για λίγο στο χωριό, ύστερα από τόσα χρόνια που περάσανε, να βρούμε τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως τους αφήσαμε.
Κι όταν δεν τους βρίσκουμε εκεί που τους ψάχνουμε, προσπαθούμε κρυφά να σκουπίσουμε το δάκρυ που αρχίζει να κυλά στο μάγουλο.
Κωστής Ιούλης 2011
Je viens pour changer te dire bonjour sur ce blog
ΑπάντησηΔιαγραφήje te souhaite une belle journée
το φχαριστήθηκα απ΄ την αρχή μέχρι το τέλος
ΑπάντησηΔιαγραφήνάσαι καλά