Η αγελάδα του Γρηγορομιχάλη
Ζούσε πριν πολλά χρόνια στο χωριό μου ένας νοικοκύρης, άξιος και ψυχωμένος γεωργός. Ο Γρηγορομιχάλης ο Θεός να του συχωρέσει. Ήταν πάντα του εργατικός και μερακλής. Όλα τα κτήματά του, τα χωράφια του, οι ελιές του, τ' αμπέλια του και οι κήποι του πάντα όμορφα καλλιεργημένα και περιποιημένα. Κάθε μέρα, εκτός από τις Κυριακές και τις γιορτές βρισκόταν στα περιβόλια του και τα φρόντιζε. Πάντα έβρισκε κάτι να κάνει. Να σκάλίσει λίγο, να κόψει κανένα κλαδί ή κανένα ζιζάνιο που πεταγόταν εκεί που δεν έπρεπε. Και όταν πάλι δεν έβρισκε κάτι να συγυρίσει, καθότανε σε μια άκρη και καμάρωνε τα υπάρχοντά του.
Ήταν καλός άνθρωπος. Πάντα του μοίραζε στους γειτόνους και τους συγγενείς από τα καλούδια που παρήγαγε άφθονα η εργατικότητά του.
Στις δουλειές του, στο όργωμα και το αλώνισμα, είχε ένα ζευγάρι αγελάδες που τον βοηθούσαν. Καλοταϊσμένα και γερά ζώα και τα δυο, μπορούσαν να προλαβαίνουν όλες τις δουλειές που χρειάζονταν να γίνουν στα κτήματα του Μιχάλη, κι ακόμη οργώματα που αναλάμβανε ο ίδιος στα χωράφια άλλων συγχωριανών.
Ήταν όμορφα ζώα. Η μια η μεγαλύτερη σε ηλικία αγελάδα η μαύρη που ακόμη θ' άντεχε τις δουλειές για πολλά χρόνια, και η νεώτερη η κόρη της η κανελιά. Αυτή έδειχνε πως θ' άντεχε γι ακόμη περισσότερο. Και για βαρύτερες δουλειές.
Αλλά και εκτός από τις δουλειές, οι αγελάδες του κάθε χρόνο γεννούσαν και μεγάλωναν όμορφα μοσχάρια. Και καμάρωνε ο Μιχάλης και γι αυτά. Καμάρωνε και για το γάλα που έβγαζαν όταν τις άρμεγε. Γέμιζαν κουβάδες. Ειδικά εκείνη η νεώτερη η κανελιά έκανε τα χέρια του να πιάνονται από το άρμεγμα.
Είχε όμως ένα κουσούρι εκείνη η κανελιά. Πολλές φορές, μόλις που είχε τελειώσει το άρμεγμα ο Μιχάλης, εκείνη βάραγε μια κλωτσιά στον κουβά και τον έριχνε κάτω και έχυνε το γάλα. Στην αρχή έκανε ο Μιχάλης υπομονή, λέει ακόμη νεαρή και βιτσιόζα είναι, θα της περάσει. Μετά όταν συνέχιζε τα ίδια εκείνη, είχε το νου του και φρόντιζε να τραβά γρήγορα το κουβά από πίσω της πριν προλάβει αυτή να τον αδειάσει. Αλλά μια φορά πάλι μόλις τον τράβηξε, γύρισε εκείνη και του επιτέθηκε και μόλις που πρόλαβε αυτός να γλιτώσει ο ίδιος από τα κέρατά της. Άρχισε τότε να την δένει με πιο κοντό σκοινί ώστε να μην έχει περιθώρια πολλά για να του ξανακάνει επίθεση.
Δεν ήταν στο άρμεγμα τα μόνα προβλήματα που δημιουργούσε στον Μιχάλη. Πολλές φορές στο όργωμα εκείνη έκανε του κεφαλιού της. Τη μια θα προσπαθούσε να τραβήξει μακριά από την γραμμή που έπρεπε να πάει το αλέτρι και παράσερνε και την άλλη σαν πιο δυνατή που ήταν, την άλλη θα στρίμωχνε τον Μιχάλη ή την άλλη αγελάδα σε κανένα τοίχο προσπαθώντας να τους τραυματίσει. Μια φορά μάλιστα όπως σίμωναν οργώνοντας, σ΄ένα δένδρο με χαμηλά κλαδιά, αυτή έτρεξε προς το δένδρο και μπήκε από κάτω, παρασέρνοντας τον Μιχάλη που ακολουθούσε με το αλέτρι, που χτύπησε σ' ένα κλαδί και κόντεψε να μείνει εκεί στον τόπο.
Ο Μιχάλης άρχισε να προβληματίζεται. Όσο και νάκανε υπομονή πιστεύοντας πως θα ηρεμήσει και θα στρώσει η ιδιότροπη αγελάδα του όσο μεγάλωνε, άρχισε ν' απελπίζεται. Το κουβέντιασε με τον αδερφό του κι' εκείνος τον συμβούλεψε να την πουλήσει. Να την δώσει σε κανένα χασάπη για σφάξιμο γιατί η αγελάδα, όσο καλή και νάτανε, δεν έκανε να την έχει κανείς στο σπίτι του για δουλειές.
Ο Μιχάλης όμως την λυπόταν. Ήταν όμορφο και δυνατό ζώο, άντεχε στην σκληρή δουλειά και έβγαζε και πολύ γάλα και του άρεσε να την καμαρώνει και να καυχιέται και στους συγχωριανούς του γι αυτήν, χωρίς ν' αναφέρεται βέβαια στα κουσούρια της.
Έτσι αποφάσισε να την κρατήσει. Για όσο καιρό θα μπορούσαν να συνυπάρχουν.
Ήρθε ξανά το φθινόπωρο, ο καιρός του οργώματος και της σποράς, καληώρα τέτοια εποχή και ο Μιχάλης ξανάπιασε τη δουλειά στα χωράφια με τις γελάδες του. Κάθε βράδυ μετά το όργωμα, περνούσαν από την βρύση του χωριού να πιουν τα ζώα νερό και μετά να πάρουν την ανηφόρα για τον στάβλο.
Είχε πάει καλά η δουλειά εκείνης της μέρας. Και τώρα ανέβαιναν σιγά σιγά το μονοπάτι στην άκρη του γκρεμού, που οδηγούσε στον στάβλο. Η αγελάδα η μαύρη οδηγούσε το δρόμο, ακολουθούσε ο Μιχάλης καβάλα στο μουλάρι του και πίσω ερχόταν η αγελάδα η κανελιά.
Ξαφνικά, η αγελάδα η κανελιά, το καμάρι του Μιχάλη, άνοιξε το βήμα της και ήρθε δίπλα στο μουλάρι, τούκλεισε το δρόμο και με τα πλευρά της το έσπρωξε στον γκρεμό με τον Μιχάλη ακόμη πάνω του.
Η αγελάδα η κανελιά, το καμάρι του Μιχάλη, τον σκότωσε.
Κωστής, Νοέμβρης 2011
Καιρό είχες Κωστή ν'ανεβάσεις ιστορία. Να μη το αμελείς γιατί μου αρέσουν οι ιστορίες σου. Να περνάς καλά
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιόν μου θυμίζει,ποιόν μου θυμίζει η αγελάδα του κυρ Μιχάλη;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜωρέ, να μην μπορώ να το θυμηθώ!