Το
λεωφορείο
Πάμε
να θυμηθούμε λίγο τα παλιά. Τα χρόνια
που μεγαλώναμε στο χωριό. Που
παρακολουθούσαμε ακόμη το δημοτικό
σχολείο, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας
του 1950.
Λίγα
γεγονότα συνέβαιναν εκείνη την εποχή,
γεγονότα που θα μπορούσε να πει κανείς
πως τάραζαν λιγάκι τη μονοτονία και την
ανία της ζωής στο χωριό εκείνα τα χρόνια.
Οι
κοινωνικές εκδηλώσεις, καμιά γιορτή,
κανένας γάμος ή βάφτιση αλλά και καμιά
κηδεία, ήταν γεγονότα που έσπαζαν λιγάκι
την ρουτίνα της ζωής στο χωριό για
μικρούς και μεγάλους, ήταν ευκαιρίες
για συναντήσεις.
Για
μας τους πιο μικρούς, που δεν ζητάγαμε
και πολλά να ενθουσιαστούμε με κάτι
ασυνήθιστο και να χαρούμε, ένα τέτοιο
γεγονός μπορούσε να ήταν η ανακάλυψη
της φωλιάς που είχε χτίσει ένα πουλί σε
κάποιο δέντρο ή θάμνο.
Καθόμαστε
λίγο πιο μακριά και παρακολουθούσαμε
το χτίσιμό της, ή αργότερα τη γέννηση
και το ζέσταμα των αυγών, και το μεγάλωμα
των πουλιών και καμιά φορά πάλι, όταν
ήταν κανένα πουλί πως νομίζαμε πως
μπορούσε να ζήσει φυλακισμένο σε κλουβί,
όπως κανένας κότσυφας, τ’ αρπάζαμε και
το φυλακίζαμε. Τόσο ξέραμε.
Ένα
καθημερινό και συνηθισμένο γεγονός
όμως, εκείνα τα χρόνια, για μας αποτελούσε
αφορμή για ενθουσιασμό, μας κέντριζε
την περιέργεια και μας έφερνε πιο κοντά
στον κόσμο που ζούσε πέρα από το ήσυχο
χωριό μας.
Μπορεί
να συνέβαινε καθημερινά αλλά δεν έπαυε
να μας συναρπάζει και με κάποιο τρόπο
να ρυθμίζει και τη ζωή στο χωριό. Ήταν
η καθημερινή αναχώρηση από το χωριό για
τα Χανιά, του λεωφορείου και η επιστροφή
του το απόγευμα.
Το
πρώτο λεωφορείο που θυμούμαι, πάντα με
τον ίδιο χωριανό μας για οδηγό, ήταν μια
περίεργη κατασκευή. Μισό λεωφορείο,
μισό φορτηγό, μ’ ένα τεράστιο χώρο
δηλαδή για αντικείμενα και εμπορεύματα,
κάτι σαν πορτμπαγκάζ δηλαδή στο πίσω
μέρος και μπροστά χώρος για καμιά
εικοσαριά επιβάτες. Μπροστά οι επιβάτες
όσοι θα έπρεπε να πάνε στα Χανιά ή να
κατεβούν κάπου ενδιάμεσα για τις δουλειές
τους και πίσω στοιβαγμένα τα πράγματα
που κουβάλαγε καθένας για τη Χώρα, ή οι
παραγγελιές που αναλάμβανε να διεκπεραιώσει
ο εισπράκτορας και βοηθός του οδηγού.
Κατσίκες
και αρνιά, κότες, κουνέλια, κανένας
χοίρος σφαγμένος, καλάθια με αυγά,
τενεκέδες ή και ασκιά με λάδι, στάρι για
άλεσμα στον μύλο, μπουκάλες ή νταμιτζάνες
με κρασί ή τσικουδιά και ότι άλλο
χρειαζόταν να μεταφερθεί γέμιζε την
αποθήκη, και ότι περίσσευε, φορτωνόταν
πάνω στο λεωφορείο με την βοήθεια της
σκάλας που βρισκόταν στο πίσω μέρος.
Πολλές φορές, έφτανε το λεωφορείο στα
Χανιά, με τα κοτόπουλα ή τους διάνους
να κρέμονται στο πάνω μέρος, γύρω-γύρω
και αρκετές φορές από την ταλαιπωρία
και τη ζέστη έφταναν σκασμένα ή και
ψόφια.
Μια
φορά, στο πίσω μέρος είχαν φορτώσει ένα
γάιδαρο. Ποιος τον έστελνε και σε ποιόν
παραλήπτη δεν θυμούμαι, αλλά στο
μεθεπόμενο χωριό, τρία- τέσσερα χιλιόμετρα
πιο κάτω, καραδοκούσε ο τραγουδοποιός
και μαντιναδολόγος της επαρχίας και
όταν κάποιος του είπε για το φορτίο που
κουβάλαγε το λεωφορείο, δεν άφησε την
ευκαιρία να πάει χαμένη και ετοίμασε
την μαντινάδα,
Κακό
και κακόν το 'παθα
Τι
προσβολή μεγάλη
Να
μπαίνουν στ’ αυτοκίνητο
ανθρώποι
και γαιδάροι.
Ξεκίναγε
λοιπόν το λεωφορείο κάθε πρωί κατά τις
επτά από την πέρα γειτονιά, από το τέρμα
του δρόμου, -δεν υπήρχε ο δρόμος που
συνεχίζει τώρα σε χωριά παρακάτω, και
κορνάριζε ο οφηγός να ειδοποιήσει τους
πιθανούς επιβάτες να βγούνε στο δρόμο
για να τους μαζέψει. Ειδοποιούσε έτσι
και τους υπόλοιπους χωριανούς πως άρχιζε
η μέρα και πως ήταν ώρα για να ξεκινήσει
καθένας για τις δουλειές του. Και εμάς
που πηγαίναμε στο σκολειό, πως ήταν ώρα
να ετοιμαζόμαστε. Δεν υπήρχε λόγος να
βιαστούνε οι επιβάτες ή να περιμένουν
το λεωφορείο σε συγκεκριμένη στάση.
Κανείς δεν ήταν αγχωμένος ή βιαστικός.
Ο εξυπηρετικός οδηγός εκτός από τα τρία
σημεία της διαδρομής του λεωφορείου
μέσα στο χωριό, που πάντα σταματούσε,
έκανε στάση και οπουδήποτε αλλού έβλεπε
κάποιον να περιμένει για να επιβιβαστεί
ή να δώσει παραγγελιά. Αλλά σταματούσε
ακόμη και για να καλημερίσει κάποιον
γνωστό ή φίλο. Ο βοηθός, συχωρεμένος
τώρα πια, μάζευε τις παραγγελιές από
όσους δεν ταξίδευαν, μερικά αυγά ή δυο
κότες από κάποια γυναίκα για να πουληθούν
στα Χανιά και να αγοραστούν πράγματα
που δεν υπήρχαν στο χωριό όπως για
παράδειγμα φόδρα ή κουμπιά για κανένα
καινούριο φουστάνι, κλωστές για κέντημα
ή μαλλί για πλέξιμο, τίποτα φάρμακα και,
πολλές φορές, κατά την εποχή έπρεπε να
πάει δείγματα μούστου στο χημείο και
μύρια άλλα. Κανείς δεν έμενε χωρίς να
εξυπηρετηθεί. Το λεωφορείο βέβαια, μ’
όλα αυτά, τις στάσεις και την κουβέντα
στην διαδρομή από το χωριό μας και τα
υπόλοιπα χωριά που περνούσε, πολλές
φορές έφτανε στα Χανιά μια διαδρομή
καμιά 35αριά χιλιομέτρων, ύστερα από
ώρα, ποτέ την ίδια αλλά έφτανε πάντως.
Και
μετά το μεσημέρι, κατά τις δυόμιση, αφού
είχαν διεκπεραιωθεί και οι παραγγελιές,
ξεκίναγε η αντίστροφη διαδρομή της
επιστροφής στο χωριό, περνώντας πάλι
και σταματώντας σ’ όλα τα χωριά της
διαδρομής και απαραίτητα στις Καλύβες,
για ν’ αγοράσουν οι επιβάτες λίγο ψάρι
για το χωριό ή καμιά κουλούρα χάσικο
ψωμί. Συνήθως, η διαδρομή της επιστροφής
έπαιρνε περισσότερο χρόνο γιατί τώρα
περισσότερος κόσμος υπήρχε στο δρόμο,
περισσότεροι γνωστοί για να μιλήσει
κανείς και να χαιρετήσει. Και αν βρισκόταν
και κάποιος που είχε καιρό να δει και
να μιλήσει στον οδηγό, τότε έπιαναν την
κουβέντα και τις ερωτήσεις για την υγεία
των οικογενειών και των υπόλοιπων
συγγενών, με τον γνωστό ή τον κουμπάρο
να επιμένει να κατεβεί ο οδηγός για
κάποιο κέρασμα στο καφενείο καφέ ή
τσικουδιά ή στην ανάγκη μια γκαζόζα.
Και για τη διαδρομή των 35 χιλιομέτρων,
ο χρόνος του ταξιδιού μπορούσε να φτάσει
και τις δυο ώρες.
Όσο
πλησιάζε το λεωφορείο στο χωριό όλο και
περισσότεροι γνωστοί υπήρχαν στο δρόμο.
Και αν η διαδρομή του πεζοπόρου, ή μέρος
της, ταίριαζε με το δρομολόγιο του
λεωφορείου, τότε η πόρτα άνοιγε και ήταν
ευπρόσδεκτος μέσα, χωρίς εισιτήριο. Δεν
άφηνε ο οδηγός κανέναν στο δρόμο. Υπήρχε
χώρος για όλους.
Πιο
κοντά στο χωριό, άρχιζε πάλι το κορνάρισμα
και έτσι, καθένας που περίμενε παραγγελιά
έβγαινε στο δρόμο για να την παραλάβει,
όχι απαραίτητα στην ορισμένη στάση παρά
όπου βολευόταν ο καθένας. Όπως γινότανε
και με τους επιβάτες. Καθένας ανέβαινε
στο λεωφορείο ή το σταμάταγε για να
κατεβεί ή να ξεφορτώσει όπου τον βόλευε.
Μπροστά στο σπίτι του. Και ποτέ δεν
διαμαρτυρήθηκε ο οδηγός. Πάντα
εξυπηρετούσε. Ούτε βέβαια και κανείς
από τους επιβάτες είχε ποτέ διαμαρτυρηθεί
για την καθυστέρηση.
Η
άφιξη του λεωφορείου στο χωριό ήταν
πάντα σημαντικό γεγονός. Γιατί μαζί με
το λεωφορείο, έφτανε και η τοπική ή η
αθηναϊκή εφημερίδα για το καφενείο, και
τα νέα του έξω κόσμου, δυο – τρεις φορές
την εβδομάδα έφτανε και η επαναφορτισμένη
μπαταρία για το ραδιόφωνο του καφενείου,
που θ' αρκούσε για λίγες ώρες μουσικής
ή ειδήσεων μέχρι να ξαναχρειαστεί
καινούρια φόρτιση.
Έφταναν
και τα είδη μπακαλικής και μαναβικής
για το παντοπωλείο και έτρεχαν οι
νοικοκυρές να κάνουν τα ψώνια τους.
Το
καλοκαίρι ερχόταν μισολιωμένη και μια
κολόνα πάγου να δροσίσει τις γκαζόζες
του καφετζή.
Εκτός
από τους επιβάτες και πραμάτειες, το
λεωφορείο έφερνε και ζωή στο χωριό. Για
όσους βρισκότανε ακόμη στα χωράφια και
στις δουλειές τους, το κορνάρισμα και
η άφιξη του λεωφορείου σήμαινε πως η
μέρα τελείωνε και πως καιρός ήτανε να
πάρει καθένας το δρόμο προς το χωριό.
Κάτι σαν την καμπάνα του εσπερινού
δηλαδή. Για εμάς τους πιο μικρούς που
πηγαίναμε ακόμη στο σχολειό, το κορνάρισμα
και η άφιξη του λεωφορείου ήταν το
κουδούνι πως έπρεπε πια να σχολάσουμε.
Ήταν
το λεωφορείο, με τον τρόπο αυτό πρωί και
βράδυ, ένα ζωντανό ρολόι για όλο το
χωριό.
Πολλές
φορές, το κορνάρισμα ακουγότανε πιο
έντονο, πιο παρατεταμένο και πιο
χαρούμενο. Ήταν το σύνθημα πως κουβάλαγε
επιβάτη κάποιον ξενιτεμένο που είχε
καιρό πολύ να φανεί στο χωριό. Και τρέχαμε
τότε όλοι, να το προλάβουμε να δούμε
ποιος ερχότανε. Και να τρέξουμε πάλι να
γυρίσουμε στο σπίτι να πούμε πρώτοι τα
νέα.
Νομίζω
πως στους δύσκολους καιρούς, 50 και
παραπάνω χρόνια πιο πριν από τις μέρες
μας, όταν δεν υπήρχαν άλλα μέσα
συγκοινωνίας, και δεν είχε σχεδόν κάθε
συχωριανός μου στο σπίτι του ένα ή
περισσότερα αυτοκίνητα να εξυπηρετείται,
οι άνθρωποι που δούλευαν στο λεωφορείο,
βοήθησαν με τον τρόπο τους στην επικοινωνία
μας με τον υπόλοιπο κόσμο και να κρατιέται
το χωριό ζωντανό.
Δεν
έκαναν μόνο δουλειά ο οδηγός και ο βοηθός
του.
Έκαναν
και κοινωνικό έργο.
Κωστής.
Απρίλης 2012
Ωραία αξέχαστα,ευτυχισμένα χρόνια που ζούσαμε με τα λίγα,χωρίς άγχος.....
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι πώς μας κατάντησαν τώρα!!!!