Τέλος του καλοκαιριού, αρχές του φθινοπώρου αλλά η ζέστη μας είχε τρελάνει στο χωριό. Οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ στα χωριά. Όλο και κάτι έχεις να κάνεις. Και η εποχή αυτή είναι η εποχή που μαζεύουν τα χαρούπια. Όλα τα μαζεύαμε. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Στα χωριά, ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια, οποιαδήποτε δουλειά μπορούσε να σου αποφέρει έστω κι ένα μικρό εισόδημα, δεν την άφηνες. Τα χαρούπια, για πούλημα ή για ζωοτροφές, ήταν εισόδημα ανέξοδο. Οι χαρουπιές δεν χρειάζονται καλλιέργεια, φυτρώνουν μοναχές τους, και το εισόδημα ήταν χωρίς άλλα έξοδα. Μόνο το μάζεμα χρειαζότανε.
Όλοι, μικροί μεγάλοι, βοηθούσαμε στις δουλειές. Και σε μένα που ήμουν καμιά δεκαριά χρονών τότε, είχε ανατεθεί το καθήκον της μεταφοράς των χαρουπιών από τον τόπο του μαζέματος στον τόπο της συγκέντρωσης. Εύκολη η δουλειά να κουμαντάρεις δυο γαϊδουράκια φορτωμένα. Αυτά ήταν τα μεταφορικά μέσα τότε. Η δουλειές γινόταν με τα χέρια και με την βοήθεια των ζώων. Τώρα πια δεν υπάρχουν υποζύγια στα χωριά. Τα τετράποδα εξαφανίστηκαν και τα παιδιά τα γνωρίζουν μόνο από φωτογραφίες. Τα δίποδα μετακινήθηκαν στην πρωτεύουσα, τα βλέπουμε στις τηλεοράσεις να φορούν γραβάτες, να φλυαρούν ασυνάρτητα και να κανονίζουν τις τύχες μας απ' όποιο πόστο νομίζουν πως τους ταιριάζει.
Μεσημέρι, με τον ήλιο να καίει τα πάντα από ψηλά, όπως το συνηθίζει, με το ένα φορτωμένο γαϊδουράκι να προηγείται και το άλλο ν' ακολουθεί προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο χωριό, καμιά ώρα δρόμο περίπου. Διαλέγαμε τα σημεία του δρόμου που είχε σκιά, και προτιμούσαμε και οι τρεις τα πιο σκιερά αλλά και πιο δύσβατα μονοπάτια. Δεν κυκλοφορούσε άλλη ψυχή. Ακόμη και τα πουλιά που πρωί και βράδυ σε τρέλαιναν με τις συναυλίες τους δεν ακουγόντουσαν. Μόνο τα τζιτζίκια χαλούσαν τον κόσμο αφού έτσι κι αλλιώς αυτή είναι η δουλειά τους. Είχαμε κάνει αγκομαχώντας τον μισό δρόμο μέχρι το χωριό, όταν ξαφνικά, σ' ένα, ιδιαίτερα σκοτεινό σημείο του κακοτράχαλου μονοπατιού, το γαϊδουράκι που προπορευόταν, στυλώνει τα πόδια τρομαγμένο, κάνει μεταβολή και πέφτει πάνω στο άλλο και σε μένα που ακολουθούσαμε. Τρόμαξε και το άλλο γαϊδουράκι, τρόμαξα κι εγώ και είδα και έπαθα να τα συγκρατήσω. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, οι σκιές ήταν αρκετά σκοτεινές σ' εκείνο το κομμάτι του δρόμου και τα μάτια θαμπωμένα από τον ήλιο πιο πριν, δεν έβλεπαν καθαρά. Λίγο πιο πίσω κατάφερα να δέσω τα ζώα σ' ένα κλαδί και πήγα μπροστά να δω τι συνέβαινε. Προσπαθούσα να καταλάβω τι είδαν τα ζώα και τρομοκρατήθηκαν. Υπέθετα πως θάταν κάποιο φίδι που τα τρόμαξε και βάδιζα προσεκτικά στο δρόμο. Είχα και ένα ραβδί έτοιμο καλού κακού. Αλλά και πάλι δεν έβλεπα τίποτα. Και τότε είδα ένα “πράγμα”, έναν ακαθόριστο σκούρο όγκο να κουνιέται λίγο στην άκρη του δρόμου. Ή μάλλον το μύρισα πρώτα.
Τα μάτια μου προσαρμόστηκαν κάπως στην σκιά και είδα κάτι να κουνιέται. Ένα σκούρο βουνό. Και κάνοντας μεταβολή, τόβαλα και γώ στα πόδια, πιο πολύ τρομαγμένος από τα γαϊδουράκια.
Τι νάναι πάλι τούτο το πράγμα; Λές νάναι κανείς καταχανάς(*) σαν εκείνους που γυρίζουν και αρπάζουν τα παιδιά που βρίσκουν μοναχά στους δρόμους και τους πίνουν το αίμα; Σαν κι αυτούς που μας φοβέριζε η θειά μας για να μη γυρνάμε στους δρόμους; Νάναι κανένα ξωτικό από εκείνα που σου παίρνουν την λαλιά..; Ένας σωρός από ρούχα κουρέλια, βρώμικα μαλλιά και γένια, σπαθιά, μαχαίρια, αλυσίδες και σιδερικά που βρώμαγε σαν χοιροστάσιο από μακρυά, σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος. Και τι γίνεται τώρα; Τι κάνουν; Πως πάνε στο χωριό τα φορτία και πως επιστρέφουν πίσω για καινούριο αγώι. Κρυμμένος πίσω από τα γαϊδουράκια τα σκεφτόμουνα όλα αυτά, όταν μια φωνή βραχνή και απόκοσμη ακούστηκε καθόλου ενθαρρυντική :
-Σίμωσε μωρέ και πέρασε μα δε θα σε φάω.
Πλησίασα λίγο να τον δω καλύτερα, να διαπιστώσω αν το εννοούσε, αλλά προσέχοντας να έχω και ελεύθερο δρόμο πίσω μου να το ξαναβάλω στα πόδια σε περίπτωση ανάγκης.
Με ρώτησε αν είχα νερό μαζί μου επειδή διψούσε και παίρνοντας λίγο θάρρος του εξήγησα πως η βρύση του χωριού δεν ήταν μακρυά για να πάει να ξεδιψάσει και να δροσιστεί μιας και δεν είχα μαζί μου νερό. Τον παρεκάλεσα μάλιστα να μην κουνιέται, μέχρι να καταφέρω να περάσω τα ζώα. Τα κατάφερα και τα πέρασα ένα ένα και συνεχίσαμε για το χωριό. Και επιστρέψαμε για το καινούριο φορτίο από άλλο δρόμο φυσικά.
Αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον “πάτερ Χρήστο”, όπως αργότερα έμαθα ότι τον λένε. Έμεινε μέρες στο χωριό και είχαμε αρκετές ευκαιρίες να ξεφοβηθούμε και να τον παρατηρήσουμε από κοντά. Ζούσε μοναχός σε σπηλιές στα βουνά, τρώγοντας ότι έβρισκε εκεί, χόρτα, βλαστούς, ρίζες. Καμιά φορά, κατά το κέφι του, κατέβαινε σε κανένα χωριό να βρεθεί κοντά σε ανθρώπους. Ήταν, λέει, “άγιος” άνθρωπος. Φόραγε κάτι ρούχα κουρελιασμένα και βρώμικα, κάτι ξυλοπάπουτσα σκαλισμένα από κάποιο κορμό ελιάς, τα μαλλιά του ήταν πλεγμένα μακρυά και κολλημένα μεταξύ τους όπως κάποιων τζαμαϊκανών τραγουδιστών της ρέγγε, αλλά στο πολύ πιο βρώμικο, γένια μακρυά και εξ ίσου βρώμικα. Απ' ότι φαινόταν η τελευταία επαφή του με νερό και σαπούνι θα πρέπει νάταν την εποχή που τον βαφτίσανε. Όπως είπα και παραπάνω, πρώτα τον μύριζες, μετά άκουγες την φασαρία που έκανε όταν προσπαθούσε να κινηθεί και μετά τον έβλεπες. Γιατί πάνω του κουβαλούσε ότι μπορεί να φανταστεί κανείς. Όλο του το νοικοκυριό. Σιδερικά, κύπελλα, μαχαίρια μακρυά και κοντά για να σκαλίζει να βγάζει χόρτα, τενεκεδάκια, αλυσίδες, μπιτόνια άδεια και γεμάτα, άλλα πάλι που τα είχε ανοίξει γύρω γύρω και μέσα είχε βιβλία διάφορα και πολλά άλλα. Και όπως προσπαθούσε να κινηθεί αυτός ο σωρός, έκανε έναν θόρυβο διαβολικό, σαν να βρίσκεσαι σε σιδεράδικο. Και τα κατάφερνε να κινείται μέσα στο χωριό. Γιατί τα κοπρόσκυλα του χωριού που συνήθως κυνηγούν τους ζητιάνους, εξαφανιζόντουσαν τρομαγμένα κι αυτά στο πέρασμά του. Για αρκετό καιρό γύριζε στις γειτονιές και του έδιναν οι γυναίκες ένα πιάτο φαγητό, έξω στο πεζούλι για να φάει. Και όταν έφευγε, πασπάλιζαν τον χώρο που ακούμπησε με ψυλλόσκονη να εξοντώσουν τους ψύλλους που ξεφορτωνόταν από πάνω του.
Όσο έμεινε αυτή τη φορά, ήταν η ατραξιόν του χωριού. Το βραδάκι, όταν τέλειωναν οι δουλειές, μαζευόμαστε τα παιδιά και προσπαθούσαμε να τον εντοπίσουμε, να τον πάρουμε στο κατόπι και να σπάσουμε πλάκα. Ακόμη και οι μεγάλοι. Μετά από ένα δυό ποτήρια κρασί τον έβαζαν να μας διαβάζει να μην μας πιάνουν τα μάγια ή παρακολουθούσαν τα κηρύγματα του. Και αυτός, έπιανε το μπιτόνι που μέσα είχε το βιβλίο του, το άνοιγε σε κάποια σελίδα και έκανε πως διάβαζε. Τις περισσότερες φορές βέβαια το βιβλίο το κρατούσε ανάποδα. Εμείς όμως τον ακούγαμε σοβαροί και εκστασιασμένοι. Δεν υπήρχαν τότε βλέπετε άλλες αφορμές για διασκέδαση στα χωριά. Δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, κλαμπάκια, σκυλάδικα και καφετέριες και κάθε αφορμή για καζούρα, πλάκα και διασκέδαση ήταν ευπρόσδεκτη.
Είχε ξεκινήσει εκείνες τις μέρες και η καινούρια σχολική χρονιά και η δασκάλα μας, Αθηναία ψηλομύτα, τον κάλεσε στο σχολείο να μας διαβάσει ο “πάτερ Χρήστος”, (αυτή τον είχε πάρει στα σοβαρά) για να πάει καλά η χρονιά. Φαίνεται όμως πως τον πλησίασε λίγο παραπάνω απ' όσο έπρεπε και πρόσφυγες από εκείνους που φιλοξενούσε πάνω του ο άγιος αυτός άνθρωπος, βρήκαν καταφύγιο στο σώμα της γιατί τις επόμενες μέρες την πρόσεξα που ξυνόταν με μανία.
Εμφανίστηκε και άλλες φορές στο χωριό ο “πάτερ Χρήστος”. Επί πολλά χρόνια ερχότανε για λίγες μέρες σε αραιά διαστήματα. Άλλες φορές κάθε δυο-τρεις μήνες, άλλες φορές πιο αραιά. Δεν είχε συγκεκριμένο πρόγραμμα. Τις περισσότερες φορές ξημερωνόταν σε μια σπηλιά δίπλα στην βρύση του χωριού. Άλλες πάλι σε κάποιο ερειπωμένο σπίτι. Δεν ήταν εκλεκτικός.
Κανείς ποτέ δεν έμαθε το πραγματικό του όνομα. Ούτε από που κρατούσε η σκούφια του. Ούτε την ιστορία της ζωής του.
Κάποτε σταμάτησε να εμφανίζεται. Ύστερα από πολλά χρόνια ακούστηκε πως κάπου, σε μια σπηλιά στις Μαδάρες, βρέθηκαν τα υπολείμματά του. Και τον αναγνώρισαν από τον σωρό τα σιδερικά που πάντα κουβαλούσε πάνω στο βασανισμένο σώμα του.
*Καταχανάς : Ο βρυκόλακας στα “κρητικά”. Εκείνος που για πράξεις του απαξιωτικές για την θρησκεία, αφοριζόταν από τους παπάδες. Είχε μακρυά σουβλερά νύχια και δόντια. Όταν πέθαινε δεν έλιωνε στον τάφο του. Μισοζώντανος στριφογύριζε και τα μεσάνυχτα έβγαινε από το μνήμα, επισκεπτόταν νιόπαντρους (είχε ιδιαίτερη προτίμηση στο αίμα της παρθενιάς) ή άρπαζε μικρά παιδιά που έβρισκε μοναχά και τους έπινε το αίμα. Μόνο αν οι παπάδες έπαιρναν τον αφορισμό πίσω θα μπορούσε να βρει γαλήνη στον τάφο του και να λιώσει.
Ήταν αγαπημένο πρόσωπο για να φοβερίζουν τα μικρά παιδιά.
Κωστής
Μάης 2011
Αυτή κι αν ήταν έκπληξη!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλο ένα κρυφό ταλέντο...κατάφερες να με ταξιδέψεις πολλά χρόνια πίσω και να με στείλεις σε ένα μικρό χωριό που πήγαινα τα καλοκαίρια σαν παιδί διακοπές
Καλή αρχή....
Φρόσω
Wraia to ekanes, nomizw prepei na mikryneis ligo ta fonts, kati thelei skepsou sth megalh othoni th dikh mou kai kanw poly scroll!
ΑπάντησηΔιαγραφή