Ο Γρηγόρης ήταν ο αγροφύλακας του χωριού. Τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες αν κι έχουν περάσει τόσα χρόνια. Πάνω από πενήντα. Όλη τη μέρα να γυρίζει στα βουνά και τις ρεματιές να περιπολεί και να ελέγχει την επικράτειά του. Ήταν από τους λίγους τυχερούς που καταφέρνουν στην ζωή τους να κάνουν επάγγελμα εκείνο που τους αρέσει να κάνουν. Το χόμπι τους. Σ' αυτόν άρεσε από τότε που ήταν παιδί μικρό να γυρίζει έξω στα χωράφια, να χαζεύει τα πουλιά και τις φωλιές τους, να κάθεται επί ώρες να τ' αφουγκράζεται να κελαηδούν και να τα ξεχωρίζει ένα ένα από την λαλιά και τα χρώματά τους.
Δεν προλάβαινε να γυρίσει από το σχολειό και πέταγε την σάκα που του είχε υφάνει η μάνα του και έπαιρνε τους δρόμους. Πολλές φορές η μάννα του τον κυνηγούσε με το πιάτο το φαγητό στο χέρι για να τον κάνει να βάλει κάτι στο στόμα του. Και γυρνούσε πίσω στο σπίτι όταν πια είχε νυχτώσει για τα καλά και δεν μπορούσε να μείνει άλλο έξω. Κατάφερε όμως και τελείωσε το Δημοτικό. Και στο Γυμνάσιο πήγε με χαρά. Γιατί το πιο κοντινό Γυμνάσιο στο χωριό μας ήταν δυο ώρες απόσταση με τα πόδια και έτσι αυτός που δεν περπατούσε ποτέ του σε ίσιο δρόμο, παρά διάλεγε τα μονοπάτια τα λιγότερα περπατημένα και έρημα, θα μπορούσε να χαζεύει περισσότερη ώρα έξω. Η μάννα του η ταλαίπωρη που τον μεγάλωνε μοναχή της με βάσανα και με θυσίες, με μεροκάματα στα χωράφια έκανε ότι μπορούσε γι αυτόν. Στο τέλος όμως αυτός παρ' όλα αυτά, κατάφερε και πήρε και το απολυτήριο του Γυμνασίου. Γιατί ήταν έξυπνος. Εκείνα τα χρόνια λίγοι κατάφερναν να τελειώσουν το Γυμνάσιο. Κι ένας μπάρμπας του Γρηγόρη προσφέρθηκε να τον πάρει μαζί του στην Αθήνα, να μπει να δουλέψει στο μαγαζί του, ακόμη και να σπουδάσει αν ήθελε.
Αυτός όμως δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα. Ήθελε να μείνει στο χωριό που αγαπούσε, κοντά στην φύση που λάτρευε και την μάννα του που τον μεγάλωσε και δεν είχε άλλον. Τέλειωσε και το στρατιωτικό του και γύρισε πίσω στο χωριό. Απέφευγε ακόμη και πηγαίνει στα Χανιά. Δεν την μπορούσε την πόλη. Αν είχε καμιά δουλειά στην πρωτεύουσα, και μπορούσε να την κάνει με παραγγελιά από το χωριό έχει καλώς. Αλλιώς η δουλειά δεν θα γινόταν ποτέ. Έκανε μεροκάματα στο χωριό, όποτε έβρισκε, πότε σε χτισίματα, πότε έσκαβε αμπέλια, πότε βοηθούσε στο μάζεμα της ελιάς. Ήταν εύσωμος, δυνατός και δουλευταράς. Μπορούσε να κάνει τα πάντα, αρκεί νάτανε κοντά ή γύρω από το χωριό. Και οι χωριανοί που είχαν ανάγκη από κάποιον πάντα τον προτιμούσαν. Γιατί ήταν πάντα του σοβαρός και μετρημένος. Και έτσι πάντα είχε δουλειά και μπορούσε τώρα να ξεκουράζει και την μάννα του που είχε περάσει τόσα και τόσα για να τον μεγαλώσει από τότε που ο πατέρας του είχε χαθεί στην Αλβανία στον πόλεμο.
Θάτανε καμιά 25αριά χρονών ο Γρηγόρης όταν παρουσιάστηκε η θέση του αγροφύλακα στο χωριό. Δεν ήταν σπουδαία θέση, αλλά αυτός, που θα μπορούσε νάχε βρει πολύ καλύτερη, την επεδίωξε με επιμονή και κατάφερε να την πάρει. Γιατί αυτό ήταν που του άρεσε να κάνει. Όλη την μέρα να γυρνά έξω κοντά στην φύση. Αν πληρωνόταν κι' όλας γιαυτό που έκανε ακόμα καλύτερα.
Και τώρα τον βλέπουμε να γυρνάει όλη μέρα, με την στολή του την ταλαιπωρημένη, με το σακίδιο στην πλάτη και με τα κιάλια κρεμασμένα στον λαιμό του. Διάλεγε σημεία ψηλά για να καθίσει να ξαποστάσει από τον δρόμο, σημεία απ' όπου θα μπορούσε να επιβλέπει και να παρακολουθεί τι γίνεται. Και πάντα ήξερε τι γινόταν. Οι βοσκοί που έκαναν αγροζημίες με τα κοπάδια τους τόξεραν πως δεν θα ξεφύγουν εύκολα από το μάτι του. Ήταν δίκαιος όμως. Και του το αναγνώριζαν αυτό. Τον εκτιμούσαν για την κρίση του. Όταν ξέφευγε το κοπάδι κάποιου και έκανε ζημιά στα σπαρτά ή στο αμπέλι κάποιου άλλου χωριανού, αυτός ήξερε ποιος είχε κάνει την ζημιά. Ξεκινούσε και έβρισκε τον φταίχτη. Καθόντουσαν μαζί, κάπνιζαν κανένα τσιγάρο, μιλάγανε για τις οικογένειές τους και μετά άρχιζε ο φταίχτης να του λέει για το πως μια γίδα χάλασε το φράχτη και κατάφερε όλο το κοπάδι να πάει στο διπλανό αμπέλι και να το ρημάξει πάνω που πέταγε τους πρώτους βλαστούς. Κι αν μπορούσε ο Γρηγόρης να περάσει από το αμπέλι για να εκτιμήσει την ζημιά και να πληρώσει την αξία της ο φταίχτης στον παθόντα. Καμιά φορά πάλι, αν βρισκόταν κάποιος που αμφισβητούσε την κρίση του, ο Γρηγόρης όριζε τρεις χωριανούς σαν εκτιμητές και αυτοί καθόριζαν την αποζημίωση για την ζημιά. Έτσι ελάχιστες υποθέσεις έφταναν στο αγρονομείο.
Στο χωριό μέσα δεν τον βλέπαμε συχνά. Ξέραμε πως όταν δεν γυρνούσε έξω, ξεκουραζόταν και έκανε λίγη παρέα στην μάννα του. Καμιά φορά, όταν την νύχτα βλέπαμε φωτιά ν' ανάβει ψηλά στην Μαδάρα, ξέραμε πως είναι ο Γρηγόρης που νυχτώθηκε εκεί πάνω και προσπαθεί να ζεσταθεί λίγο. Τα καλοκαίρια όμως τον βλέπαμε πιο συχνά. Γιατί πέρναγε από την βρύση του χωριού τα μεσημέρια να πάρει νερό και να δροσιστεί λίγο και να μας προειδοποιήσει εμάς τα παιδιά, πως γνωρίζει για τις επιδρομές μας στα περιβόλια και τα μποστάνια των συχωριανών μας.
Και οι κοπελιές που ερχόντουσαν να κουβαλήσουν νερό από την βρύση, όλο και έριχναν κοκκινίζοντας κλεφτές ματιές προς το μέρος του. Γιατί ήταν όμορφος και λεβέντης. Και στα πανηγύρια χωρίς δεύτερη κουβέντα σηκωνόντουσαν όλες για να χορέψουν μαζί του.
Περάσανε μερικά χρόνια, ο Γρηγόρης δεν φαινόταν να έχει άλλα ενδιαφέροντα από την φύση, την δουλειά του και την μάννα του που την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Δεν έδειχνε ακόμη να νοιάζεται για κοπελιές και για παντρειά. Όσα προξενιά και να του κάνανε και από το χωριό και από τα διπλανά χωριά αυτός διπλωματικά τα απέρριπτε χωρίς να θίγει ή να προσβάλει τον προξενητή ή τις κοπελιές που του πρότειναν.
Ξαφνικά, ένα καλοκαίρι, οι επισκέψεις του στο χωριό και την βρύση άρχισαν ν' αραιώνουν. Ακόμη και οι επισκέψεις στην μάννα του ήταν σύντομες. Ίσα ίσα για να φάει δυο μπουκιές φαγητό και να πάρει πάλι τους δρόμους. Σπάνια έμενε το βράδυ στης μάνας του και πολλές φορές έκανε ολόκληρη βδομάδα να φανεί για να πλυθεί και να φάει βιαστικά λίγο.
Αυτός που πάντα ήταν γελαστός και ομιλητικός και χαιρετούσε όλον τον κόσμο, σε προσπερνούσε τώρα στον δρόμο σαν να μην σε είχε δει. Το βλέμμα του δεν εστίαζε κάπου. Έμοιαζε σαν χαμένος σ' έναν κόσμο δικό του. Αν τον παρατηρούσες πιο προσεκτικά, έβλεπες πως είχε αδυνατίσει και λιώσει. Είχε γίνει η σκιά του παλιού του εαυτού. Τα ρούχα του είχαν κουρελιαστεί πάνω του. Φαινόταν σαν να ονειροβατεί όλη την ώρα, να γυρνά άσκοπα χωρίς προορισμό. Χωρίς να ξέρει ή να νοιάζεται που πηγαίνει. Η μάννα του ανησύχησε που έκανε μέρες να φανεί και άρχισε να πιάνει τους συγγενείς, τους γείτονες τους φίλους του να μάθει τι του συμβαίνει. Μέχρι και τον παπά άρχισε να παρακαλεί να διαβάσει καμιά ευχή να τον φέρει στα σύγκαλά του. Κανείς όμως δεν μπορούσε να της πει τίποτα. Κανείς δεν μπόρεσε να την βοηθήσει.
Ώσπου ο Γρηγόρης χάθηκε για πάντα. Δεν ξαναφάνηκε στο χωριό. Κανείς δεν τον ξανάδε πια ούτε ξανακούστηκε τίποτα γι αυτόν. Βδομάδες ολόκληρες τον έψαχναν οι χωριανοί στην περιοχή που κάποιος είπε πως τον είχε δει τελευταία φορά. Σε μια ρεματιά σαν κάτι να ψάχνει δίπλα στο μικρό ρυάκι ανάμεσα στα ψηλά πλατάνια. Ένας ένας οι χωριανοί κουράστηκαν και παράτησαν το ψάξιμο. Και γύρισε καθένας στο σπίτι του και στις δουλειές του. Μόνο η μάννα του φαινόταν ν' αντέχει λίγο ακόμη. Να θρηνεί και να μοιρολογά για τον χαμό του γυιού της. Και να καταριέται με λέξεις που σ' έκαναν ν' ανατριχιάζεις τον αίτιο του χαμού. Στο τέλος σταμάτησε ν' ακούγεται κι αυτή. Και την άλλη μέρα ένας γείτονας την βρήκε παγωμένη και ακίνητη κατάχαμα από την εξάντληση. Και την γάτα της καθισμένη δίπλα της να θρηνεί με την σειρά της.
Λένε πολλές ιστορίες για τον Γρηγόρη και τον ξαφνικό χαμό του ακόμη στο χωριό. Τα βράδια του χειμώνα που μαζεύονται οι γεροντότεροι δίπλα στην φωτιά κι αποσπερίζουν, όλο και κάποιος θα τον θυμηθεί. Λένε πολλά. Κάνουνε εικασίες και καθένας που τον είχε γνωρίσει, προσπαθεί να δώσει την εξήγησή του. Όλοι όμως αποφεύγουν να πουν εκείνο που όλοι γνωρίζουν πως συνέβη. Γιατί και άλλα παληκάρια είχανε χαθεί παλιότερα έτσι ξαφνικά και μ' αυτόν τον τρόπο. Δεν λένε πως εκεί στην ρεματιά που τον είχανε δεί για τελευταία φορά να ψάχνει ανάμεσα στα πλατάνια, είναι ο τόπος που συχνάζουν οι νεράιδες και τα ξωτικά. Πως μέρα μεσημέρι που ο καυτός καλοκαιρινός ήλιος μεσουρανούσε ο Γρηγόρης είχε ξαπλώσει στον ίσκιο να δροσιστεί και να ξαποστάσει, πως η νεράιδα τον είδε και τον ερωτεύτηκε. Δεν λένε πως η νεράιδα τον σαγήνεψε και τούκλεψε την καρδιά και τα μυαλά. Και πως αυτός όσο χανόταν και εξαφανιζόταν, βρισκόταν μαζί της. Κι όταν δεν την συναντούσε την έψαχνε. Ώσπου στο τέλος τον πήρε μαζί της στον κόσμο της.
Ακόμη και τώρα, όταν πιάνει στο χωριό η νοτιά που σηκώνει τις στέγες και τα κεραμίδια των σπιτιών, ο άνεμος μεταφέρει τα μοιρολόγια της μάνας του Γρηγόρη. Όλο το χωριό ακούει ακόμη τους θρήνους της για το χαμό του και τις κατάρες της για κείνον που φταίει.
Κωστής
Μάης 2011
Ωραία είναι και αυτή αλλά λίγο λυπητερή! :(
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλο Κωστή!!!!! Δεν το ηξερα πως διαθετεις συγγραφικο ταλέντο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ με την deathi
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλό μήνα
Φρόσω
πολύ καλογραμμένη! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή