Ο Σήφης περπατούσε στη μέση του δρόμου, και κάθε λίγο και λιγάκι έφερνε το αριστερό του χέρι στο μέτωπό του για να σκουπίζει με το μανίκι του όσο μπορούσε το νερό της βροχής που του τύφλωνε τα μάτια.
Όσο και να προσπαθούσε όμως, δεν τα κατάφερνε να διακρίνει τον δρόμο. Πιο πολύ τον βοηθούσε να καταλαβαίνει που βρισκόταν, η κατσούνα, το ραβδί, που κράταγε στο δεξί του χέρι. Χτυπώντας την κάτω, καταλάβαινε πως ακόμη βρισκότανε πάνω στον δρόμο που δεν έβλεπε.
Η βροχή δεν ήταν και το μοναδικό του πρόβλημα. Κόντευαν μεσάνυχτα, η νύχτα ήταν μεγάλη σκοτεινή και κρύα σαν όλες τις νύχτες του χειμώνα, εκεί προς το τέλος του Γενάρη και περπατούσε συνεχώς μέσα στην βροχή πάνω από 5 ώρες απόψε. Το μόνο πράγμα που τούδινε κουράγιο για να συνεχίζει το περπάτημα, ήταν πως η ταλαιπωρία κόντευε πια να φτάσει στο τέλος της. Τού 'μενε δεν τού 'μενε μισή ώρα δρόμος ακόμη. Και μετά θα βρισκότανε στην ζεστή αγκαλιά της γυναίκας του.
Κανονικά, δεν θάπρεπε να ξεκινήσει να πάει να την βρεί απόψε. Αλλά ήταν βλέπεις νιόπαντρος, δεν είχε έξη μήνες παντρεμένος, και έλειπε μακρυά της περισσότερο από δεκαπέντε μέρες τώρα. Και του είχε λείψει.
Είχανε ξεκινήσει το ταξίδι τους με τον ανιψιό του τον Θοδωρή, όπως κάνανε πάντα μαζί, πριν από μια δεκαπενταριά μέρες. Ο Θοδωρής ήταν ανιψιός του, γυιός της πρώτης του ξαδέρφης, αλλά ήταν πιο πολύ φίλος, σύντροφος και κολλητός χρόνια τώρα στα ταξίδια του. Δεν ήταν δα και μεγάλη η διαφορά στην ηλικία τους. Δυο-τρία μόνο χρόνια τους χώριζαν.
Μαζί ξεκινούσανε από το χωριό τους εκεί ψηλά στα χωριά του ορεινού Αποκόρωνα, στις Μαδάρες, κάθε δυο – τρεις μήνες περίπου, και με τα πόδια περνούσαν στα χωριά του Ρεθύμνου και συνέχιζαν νότια, έμπαιναν στα χωριά του Ηρακλείου, και κατέβαιναν στον κάμπο της Μεσσαράς. Ζωέμποροι ήταν και αγοράζανε ότι ζώα έβρισκαν στα χωριά για πούλημα. Και πάλι με τα πόδια, οδηγώντας τα ζώα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής προς τα Χανιά, να τα πουλήσουν στους χασάπηδες της αγοράς.
Καμιά φορά που τα ζώα ήταν περισσότερα απ' όσα μπορούσαν να κουμαντάρουν οι δυο τους, έπαιρναν και κάποιο ακόμη βοηθό από τα χωριά που έκαναν τις αγορές για να τους συνοδεύσει μια δυο μέρες και ειδοποιούσαν και κατέβαινε από το χωριό και ο Μανούσος και τους συναντούσε κάπου στα μισά του δρόμου. Εκείνα βλέπεις τα χρόνια, λίγο πριν από τον τελευταίο πόλεμο με τους Γερμανούς, οι δρόμοι δεν ήταν και αρκετά ασφαλείς. Υπήρχαν μέρη στην διαδρομή που θάπρεπε ν' ακολουθήσουν, αρκετά επικίνδυνα. Και είχαν κατά καιρούς ακουστεί διάφορες ιστορίες για κλοπές και ληστείες σε μοναχικούς ταξιδιώτες. Αυτοί βέβαια είχαν τα πιστόλια τους πάντα στην μέση και τα μαχαίρια τους αν παρουσιαζόταν ανάγκη να υπερασπιστούν τον κόπο τους, αλλά και πάλι έπρεπε να προσέχουν και να μην δίνουν αφορμές.
Ετούτο το τελευταίο ταξίδι όμως τους είχε πάει καλά. Έκαναν καλές αγορές, τα ζώα πουλήθηκαν σε καλές τιμές στο παζάρι των Χανίων και ήταν ευχαριστημένοι. Αν εξαιρέσεις τον καιρό βέβαια. Γιατί όλες τις μέρες που βρισκόντουσαν στον δρόμο η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει ούτε για μισή ώρα. Ομπρέλες δεν είχαν και αν είχαν θα ήταν μάλλον εμπόδιο στην δουλειά τους παρά προστασίααπο την βροχή. Έτσι κι αλλιώς θάχαν γίνει κουρέλια όπως περπατούσαν ανάμεσα στα κλαδιά. Μόνο τα βράδια ζεσταινόντουσαν και στέγνωναν πάνω τους τα ρούχα τους καθισμένοι κοντά στην φωτιά στα σπίτια που τους φιλοξενούσαν. Για να ξαναμουσκευτούν πάλι την άλλη μέρα μόλις ξανάμπαιναν στο δρόμο.
Από την πρώτη μέρα που βρεθήκανε στο δρόμο, τα λίγα κριθαρένια παξιμάδια που κουβαλούσαν στο σακούλι τους για να κολατσίζουν, είχαν μουσκευτεί και είχαν γίνει σαν λάσπη από την βροχή που κόλλαγε πάνω τους. Τα πέταξαν μαζί με μερικές ελιές και λίγο τυρί που κι αυτά δεν τρωγόντουσαν.
Τώρα ο Σήφης πιο πολύ αισθανόταν παρά έβλεπε πως περπατούσε στην μέση του δρόμου. Η επιθυμία του να βρεθεί όσο γίνεται πιο σύντομα ξανά κοντά στην γυναίκα του, τον έκανε να παρατήσει τον Θοδωρή στα Χανιά, και να ξεκινήσει μοναχός του το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι του, στο χωριό, καμιά 35αριά χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης. Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν ξεκίνησε. Και περπατούσε συνέχεια πάνω στον πρώτο δρόμο που είχε χαραχτεί και στρωθεί γι' αυτοκίνητα στην Κρήτη. Τον δρόμο που συνδέει τα Χανιά με το Ηράκλειο. Τον προτίμησε γιατί μπορεί να ήταν λίγο μακρύτερος αλλά ήταν πιο ίσιος και βατός από τα παλιά μονοπάτια που χρησιμοποιούσαν συνήθως όταν ταξίδευαν με το πόδια. Πέρασε τις Καλύβες, τους Αρμένους, το Νιο Χωριό και άρχισε ν' ανηφορίζει προς το χωριό του στις ρίζες των Λευκών Ορέων. Πουθενά δεν συνάντησε ψυχή, μόνο κάπου κάπου άκουγε το νυσταγμένο γάβγισμα κάποιο σκύλου που γάβγιζε πιο πολύ για να δικαιολογήσει το ξεροκόμματο που του έδιναν καθημερινά, παρά από διάθεση να παρατήσει την γωνιά που είχε αράξει για να βγάλει την παγωμένη νύχτα και ν' ασχοληθεί με τον νυχτερινό διαβάτη.
Πέρασε ο Σήφης το χωριουδάκι με τα πέντε έξη σπίτια που τότε ξέρανε σαν “του Μπαμπαλή το Χάνι” και τώρα σαν Αγίους Πάντες από την εκκλησία του χωριού, και συνέχιζε βιαστικά και όπως μπορούσε για το χωριό του. Λίγο πιο κάτω, μόλις πέρασε την διασταύρωση για τα πιο ορεινά χωριά, όπως πλησίαζε το μέρος που ξέρομε σαν “Λουτρό” όπου είναι πολλές πηγές νερού και πλατάνια ψηλά και το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής δίπλα από το δρόμο, ακούει ξαφνικά την λύρα να παίζει με όρεξη σκοπούς χορευτικούς της Κρήτης και της περιοχής των Χανιών. Απόρησε για το ποιός βρίσκει την όρεξη να γλεντά και να χορεύει με τέτοιον καιρό και τέτοια ώρα. Συνέχισε τον δρόμο του και όσο πλησίαζε στην εκκλησία, τόσο πιο δυνατά και ζωηρά ακουγόταν να παίζει η λύρα. Η εκκλησία φαίνεται από το δρόμο, είναι δεν είναι σε 20 μέτρα απόσταση, και λίγο πιο χαμηλά. Μπροστά έχει μια μικρή αυλή και ένα στενό σκέπαστρο πάνω από την πόρτα. Λίγο πιο χαμηλά όμως από την μικρή αυλή της εκκλησίας, υπάρχει ο ανοιχτός χώρος με τις πηγές και τα πλατάνια γύρω γύρω. Μα τώρα το ίσιωμα δεν ήταν άδειο.
Γύρω από μια μεγάλη φωτιά που οι φλόγες της έφταναν ίσαμε δυο μπόγια ύψος, χόρευαν ξέφρενα στις μελωδίες της λύρας, ίσαμε 20 πανέμορφες ασπροντυμένες νύφες. Φαινόταν σαν να πετούσαν. Τα πόδια τους δεν ακουμπούσαν στο έδαφος, έμοιαζαν να αιωρούνται στον αέρα. Οι φλόγες από την φωτιά φώτιζαν τα πάντα γύρω γύρω. Ένα αφύσικο και απόκοσμο φως τα έλουζε όλα. Δένδρα, νερά, κλαδιά, τον περίγυρο του ξωκλησιού. Όσο πλησίαζε ο Σήφης, τόσο πιο άγρια και πιο μελωδική γινότανε η φωνή της λύρας. Τόσο πιο πολύ τον καλούσε να μπεί στο χορό.
Κούνησε λιγάκι το μουσκεμένο από την βροχή κεφάλι του, κάποια στιγμή σκέφτηκε πως τον πήρε ο ύπνος από την κούραση και την ταλαιπωρία που περνούσε, πως ονειρευόταν όρθιος μέσα στην βροχή, κάπου ξεθόλωσε λίγο το μυαλό του και άρχισε να κατεβαίνει τα δυο τρία σκαλιά και να πηγαίνει προς την πόρτα της εκκλησίας. Μπήκε μέσα, άναψε ένα κερί, έκαμε τον σταυρό του και μετά, ακούμπησε στον τοίχο δίπλα στην πόρτα, προφυλαγμένος από την βροχή που έπεφτε συνέχεια και άναψε ένα τσιγάρο που είχε ακόμη στεγνό πάνω του.
Μέχρι εκείνη την στιγμή, οι χορεύτριες δεν είχαν δείξει να έχουν αντιληφθεί την παρουσία του. Ο χορός τους όμως, όπως και ο ήχος της λύρας, είχε αρχίσει να γίνεται πιο ζωηρός και προκλητικός. Η μελωδία ακουγόταν σαν να τον προσκαλούσε να μπει κι αυτός στον κύκλο που είχαν φτιάξει οι γυναίκες. Και τα πέπλα που φορούσαν σαν ν' άρχιζαν κι αυτά να διαλύονται σιγά σιγά.. και ένα ένα να τα παίρνει ο άνεμος από πάνω τους. Τα μάτια τους, που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν αδιάφορα, άρχισαν να τον κοιτάζουν προκλητικά και τα αέρινα κορμιά τους λικνιζόντουσαν στα τσακίσματα του χορού και τον καλούσαν κοντά τους.
Ξέχασε την κούρασή του, τα πόδια του άρχισαν από μόνα τους ν' ακολουθούν τους σκοπούς της λύρας και μαγεμένος άρχισε να βαδίζει προς το μέρος τους, να μπει κι αυτός στον χορό τους, να γίνει ένα μ' αυτές. Μόλις όμως βγήκε από την προστασία του στεγάστρου που ήταν πάνω από την πόρτα της εκκλησίας και τον χτύπησε ξανά η παγωμένη βροχή στο πρόσωπο, συνήλθε για λίγο και πισωστάθηκε. Στη στιγμή πέρασαν από το μυαλό του οι ιστορίες που είχε ακούσει από μικρός, για νεράιδες και ξωτικά που σε ξελογιάζουν, που σου παίρνουνε το μυαλό και τη λαλιά και στο τέλος σ' αφήνουν να γυρίζεις στους δρόμους με το βλέμμα και το μυαλό άδεια και σε κάνουν να τυραννιέσαι μια ζωή και να περιπλανάσαι χωρίς σκοπό.
Κατάφερε να συγκρατηθεί. Με όλη του την δύναμη. Και σιγά σιγά να σύρει τα πόδια του που ξαφνικά είχαν γίνει βαριά σαν μολύβι, πίσω στο δρόμο και να συνεχίσει να αποτελειώσει τα δυο τρία χιλιόμετρα που του απέμεναν μέχρι το σπίτι του. Μα η μουσική και ο ήχος της λύρας συνέχιζαν να τον βασανίζουν ακόμη πιο γλυκερά και προκλητικά μέχρι τη στιγμή που σφάλισε την πόρτα του σπιτιού του πίσω του.
Δεν είχε διαβάσει και δεν ήξερε την ιστορία του Οδυσσέα και των Σειρήνων. Ο Οδυσσέας είχε καταφέρει να τις ξεπεράσει όντας δεμένος στο μεσιανό κατάρτι του πλεούμενού του. Αυτός βρήκε από μόνος του την δύναμη να σύρει τα βαριά πόδια του μακρυά τους.
Ο Θοδωρής εν τω μεταξύ που είχε ξεμείνει στα Χανιά για να γλιτώσει λίγο από την βροχή και την ταλαιπωρία, βρήκε αργότερα κάποιον κοντοχωριανό που βρισκόταν κι αυτός στην πόλη με το φορτηγό του, ήπιαν ένα δυο κρασιά μαζί και όταν ο άλλος ξεκίνησε να επιστρέψει στο χωριό, σκέφτηκε τον Σήφη που βάδιζε μέσα στην βροχή μοναχός. Αποφάσισε να μπει στο φορτηγό για όσο διάστημα θα μπορούσε να τον μεταφέρει ο άλλος, να κοιτάζει στο δρόμο μήπως κι ανταμώσουν τον Σήφη και τον πάρουν μαζί τους. Όμως ο Σήφης είχε φτερά στα πόδια και δεν τον πρόλαβαν. Άφησε ο φορτηγατζής τον Θοδωρή στον δρόμο, γύρω στην μισή ώρα πίσω από τον προπορευόμενο Σήφη, κι αυτός βάδιζε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με όλο το σκοτάδι και την βροχή που επικρατούσαν για να τον προλάβει και να συνεχίσουν το όποιο υπόλοιπο του δρόμου μαζί.
Δεν τον πρόλαβε όμως. Και πέρασε κι αυτός από το Λουτρό κάπου μισή ώρα αργότερα από τον Σήφη. Και είχε και αυτός την ίδια εμπειρία. Και κατάφερε και αυτός με δυσκολία ν' αποφύγει και να μην παρασυρθεί από τα ξωτικά και τις νεράιδες. Τι άλλο νάταν αυτό που είχαν δεί;
Ύστερα από κάνα δυο μέρες συναντηθήκανε ο Θοδωρής με τον Σήφη. Έπρεπε έτσι κι αλλιώς να συναντηθούν για να κάνουν τον απολογισμό και να μοιράσουν τα κέρδη του ταξιδιού. Έκατσαν στο καφενείο αμίλητοι και σκυθρωποί και οι δυο, αγριεμένοι και αποφεύγοντας να κοιτάξουν κατ' ευθείαν ο ένας τον άλλον. Έπρεπε να πιούνε τον καφέ, να καπνίσουν δυο τρία τσιγάρα ο καθένας για να γίνουν λίγο πιο ανθρώπινοι και ν' αρχίσουν ν' ανταλλάσσουν κουβέντες.
-Και πότες έφυγες από τα Χανιά απατός σου; ρώτησε τον Θοδωρή ο Σήφης.
-Απής έφυγες τουλόγου σου, ήβρηκα τον Κουνουπομιχάλη και με πήρε με το φορτηγό ως το Νιο Χωριό. Δε σε πρόλαβα όμως.
-Και από που πέρασες;
-Επήρα τον αμαξωτό δρόμο ίσαμε τις Βρύσσες.
-Και σ' απάντηξε πράμα στο δρόμο;
-Όι. Ίντα είδες εσύ πράμμα;
-Όι. Ποιόν και ίντα να δώ απούτανε πίσα σκοτίδι.
Απέφευγαν και οι δυο να διηγηθούν ο ένας στον άλλο την νυκτερινή εμπειρία τους. Φοβόντουσαν μήπως ο άλλος αντιδράσει περιπαικτικά και κοροϊδευτικά. Μήπως θεωρήσει τον άλλο φοβητσιάρη και φαντασμένο.
Με τα πολλά και ύστερα από ώρα ξαναρώτησε ο Σήφης.
-Σίγουρα δεν είδες μηδέ άκουσες πράμα;
-Σα να μου φάνηκε οντε επέρνουνα από το Λουτρό πως άκουσα λύρα να παίζει.
-Και δεν είδες πράμα άλλο;
-Σα να μου φάνηκε πως είδα και καμπόσες κοπελιές να χορεύουνε. Αλλά μη το πεις σε κιανένα. Εσύ ίντα είδες;
-Είδα τσι κι εγώ να παίζουνε λύρα και να χορεύουνε γύρου γύρου από τη φωτιά.
Κωστής.
Μάης 2011
Υ.Γ. Ο Σήφης και ο Θοδωρής (ονόματα φυσικά αλλαγμένα) υπήρξαν πρόσωπα συγγενικά μου και αγαπημένα. Την ιστορία την είχα πρωτακούσει από τρίτους γιατί και οι δυο απεύφευγαν να την αναφέρουν. Αρκετά χρόνια πίσω, λίγο πριν πεθάνουν και ο ένας και ο άλλος λίγο αργότερα, βρεθήκαμε παρέα μαζί και τους παρεκάλεσα, αν μπορούσαν να την διηγηθούν ,να την ακούσω κι εγώ από πρώτο χέρι, και πιο πολύ για χάρη άλλου προσώπου που βρισκόταν στην παρέα μας.
Επειδή εγώ γνώριζα πως αποφεύγουν να την αναφέρουν και το σεβόμουν αυτό.
Και ο Σήφης μας έκανε τη χάρη να μας διηγηθεί την εμπειρία του.
Mια τέτοια ιστορία μου είχε διηγηθεί η μάνα, μπάζοντάς με στον κόσμο των νεράϊδων μας. Η εμπειρία ήταν δική της, προσωπική, μα καθώς μου την εξιστόρησε ήταν σα να μου άνοιξε τις πόρτες για "εκείνο" τον κόσμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπο τότε με λένε νεραϊδοπαρμένη...
Σ' ευχαριστώ!...
Je viens te dire bonjour à cet endroit et je vais donc revenir pour lire avec la traduction
ΑπάντησηΔιαγραφήlà je file bisou
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήJe vous remercie de votre visite sur mon nouveau blog et votre intérêt à lire mes histoires France.
ΑπάντησηΔιαγραφήJe souhaite que le traducteur de Google pourrait se traduire mes paroles en français. Il ya certaines phrases, certains idiomes que nous utilisons en Crète, où même les autres Grecs ont de la difficulté à comprendre.
Avez-vous une très bonne semaine.
Costas
OUi je peux comprendre mais pas tout bien entendu
ΑπάντησηΔιαγραφήJe trouve que tu écris très bien je n'aime pas écrire mais toi tu le fais si bien. Je te souhaite une belle soirée sur le son d'une lyre
Τέλεια! Την έργαψες πιο ωραία από ότι τη λες!!!!! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω είναι η καλύτερή σου! Είπες στο θείο Στρατή να μπει;