Πέστε μου την γνώμη σας.

Φίλοι επισκέπτες. Εκτιμώ ιδιαίτερα την γνώμη σας και την κριτική σας. Σας ευχαριστώ που είχατε την υπομονη να διαβάσετε τις ιστορίες μου. Αφήστε μου κι ένα σχόλιο με την γνώμη σας.
Κωστής

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Η Νεραϊγδένια.


Η Νεραϊγδένια.


Το σπίτι, παλιό και ρημαγμένο, βρισκόταν πάνω από μια ρεμματιά στην ανατολική άκρη του χωριού. Περιτρυγιρισμένο απο παντού με καρυδιές και ελιές, μπορούσες από μακριά να διακρινεις μόνο τον πάνω όροφο. Κι όταν φυσούσε η νοτιά, μπορούσες να δεις τα μισοσαπισμένα παραθυρόφυλλα, ν´ ανοιγοκλείνουν από μόνα τους και να χτυπιούνται πάνω στους τοίχους που ήταν καρφωμένα. Τζάμια δεν έιχαν βάλει ποτέ σ' αυτά τα παράθυρα. Και τόσα χρόνια τώρα που τα εξώφυλλα χτυπιόντουσαν πάνω στους τοίχους, είχαν σχεδόν διαλυθεί. Τα σανίδια έπεφταν κομάτι κομάτι και όσα είχαν απομείνει λιγο κρατιόντουσαν ακόμη από τους μεντεσέδες. Ο χρόνος είχε αφίσει τα σημάδια του και πάνω στην στέγη. Όσα κεραμίδια δεν έλειπαν, ήταν σπασμένα ή κουνημένα από την θέση τους.
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς ν' αναζητήσει καταφύγιο ή προστασία από την βροχή και το κρύο κάτω απο την σκεπή αυτή. Για να το κάνει θα πρέπει να είναι πολύ απελπισμένος.
Και η Χρυσάνθη ήτανε. Και αυτό το ερείπιο έγινε το δικό της καταφύγιο. Δεν είχε που αλλού να πάει.
Ένα βραδυ, γυρνώντας, βρήκε την πόρτα του πατρικού σπιτιού κλειστή. Όπως βρήκε κλειστές και τις πόρτες των πιο κοντινών συγγενών. Όποια πόρτα και να χτύπησε εκεινο το βράδυ, την βρήκε κλειδαμπαρωμένη. Είχε φροντίσει από νωρίς γι' αυτο ο πατέρας της, ειδοποιώντας από νωρίς όλους τους κοντινούς συγγενείς.
Όλη τη νύχτα γύρναγε απο πόρτα σε πόρτα μάταια. Το ξημέρωμα δεν άργησε να 'ρθει, η νύχτα ήταν καλοκαιρινή και σύντομη και οι πρώτες αχτίνες του ήλιου άρχισαν να ζεσταίνουν την Χρυσάνθη, που την είχε πάρει ο ύπνος ακουμπισμένη σε μια πέτρα, σε μια γωνιά του αμπελιού του πατέρα της. Είχε διαλέξει το αμπέλι επίτηδες, γιατί ήξερε πως θα μπορούσε να μείνει εκεί κρυμμένη κάτω από τα κλήματα, χωρίς να την δει κανείς. Είχε κι ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι σε μια άκρη, όπου μπορούσε να χωθεί. Και τα σταφύλια που είχαν αρχίσει να ωριμάζουν σιγά σιγά, θα μπορούσαν να σβύσουν για λίγο την δίψα και την πείνα της μέχρι να δει τι θ' απογίνει.
Ξύπνησε απότομα καταϊδρωμένη και καμένη απο τις ακτίνες του ήλιου που είχε πια ψηλώσει και είχε αρχίσει να καίει πάλι τον κόσμο, όπως κάνει κάθε καλοκαίρι στην Κρήτη.
Έκοψε δυο-τρία σύκα από τη συκιά που βρισκόταν στην άκρη του αμπελιού, και δυο τσαμπιά σταφύλια που βρήκε κάπως πιο ώριμα, βρήκε και κάπως καλύτερο ίσκιο κατω από το μεγάλο κυπαρίσσι και κάθισε ν´ αναλογιστεί πως έφτασε στο σημερινό της κατάντημα και πως θα μπορούσε να επιβίωσει απο τώρα και μετά.
Όλα ειχαν αρχίσει μια δεκαριά μηνες νωρίτερα. Η Χρυσάνθη, δεκαοχτώ χρονών, με τα μάγουλα σαν τα ώριμα ροδάκινα, τα χείλη σαν τα κόκκινα βύσσινα και τα στήθη τα στητά και σκληρά, είχε πιάσει δουλειά σαν μαζώχτρα στα λιόφυτα του Χρήστου του Πέτρακα του μεγαλονοικοκύρη του χωριού. Είχε φτάσει σε ηλικία γάμου, κι' επρεπε και η ίδια με κάποιο τρόπο να βοηθήσει για τα προικιά της. Ο πατέρας της είχε κι άλλα θηλυκά να φροντίσει. Όλον τον χειμώνα η Χρυσάνθη, μαζί με τις άλλες μαζώχτρες, πριν ακόμη ξημερώσει καλά καλά, έπαιρνε τους δρόμους, με κρύο και με βροχή για το μεροκάματο. Με το τραγούδι και με το γέλιο της ν' αντηχεί σ' ολόκληρο το λιόφυτο, έστρωνε τις λινάτσες κάτω από τα δένδρα, και μετά σκαρφάλωνε πάνω και μ' ένα ραβδί τίναζε τον καρπό να τον μαζέψουν. Και να συνεχίσουν μετά σε άλλο δένδρο και σε άλλο, μέχρι να τελειώσουν το λιόφυτο και να μετακινηθούν άλλη μέρα σε άλλο.
Εκτός από το μεροκάματο η Χρυσάνθη είχε κι άλλον ένα λόγο να τρέχει μ' ευχαρίστηση κάθε πρωί στη δουλειά. Εκείνες τις μέρες, παραμονές των Χριστουγέννων, είχε έρθει με άδεια στο χωριό από τα σύνορα όπου υπηρετούσε την θητεία του ο Νικολής, ο μεγάλος γυιος του Πέτρακα. Και ερχότανε κι αυτός κάθε μέρα στα λιόφυτα για να βοηθήσει. Με τα μουλάρια του κουβαλούσε τις ελιές στο αλετριβιδιό. Και ήταν και λεβέντης και όμορφος. Και είχε πετάξει και δυο τρεις σημαδιακές κουβέντες στην Χρυσάνθη, όταν δεν τους άκουγε κανείς άλλος. Και μια φορά που η Χρυσάνθη βοηθούσε να φορτώσουν τα μουλάρια κι ακούμπησαν λίγο ο ένας με τον άλλο, η Χρυσάνθη απομακρύνθηκε ξαναμμένη με τα μάγουλα κατακόκκινα και την ανάσα της να βγαίνει με δυσκολία από το στήθος της.
Άρχισαν ν' αναζητούν ευκαιρίες να βρίσκεται ο ένας κοντά στον άλλο, και να ξεμοναχιάζονται όποτε μπορούσαν. Και τις έβρισκαν τις ευκαιρίες και έλιωναν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Οι μέρες της άδειας του Νικολή όμως πέρασαν γρήγορα και έπρεπε να φύγει ξανά πίσω για την μονάδα του, αλλά δεν περνούσαν με τίποτα οι μοναχικές μέρες της Χρυσάνθης στο χωριό μέχρι να περάσουν οι τρεις μήνες που ήθελε ακόμη για ν' απολυθεί από το στρατό. Τρία χρόνια της φάνηκαν πως κράτησαν. Γύρισε στο χωριό ο Νικολής, πολίτης πια, εκεί λίγο πριν το Πάσχα και η Χρυσάνθη πετούσε στους ουρανούς. Έβρισκαν ευκαιρίες να συναντιούνται σχεδόν κάθε μέρα. Και να χαίρονται την αγάπη τους.
Αλλά η αγάπη και ο έρωτας είχε δημιουργήσει προβλήματα. Και κάποια στιγμή η Χρυσάνθη αναγκάστηκε να πει στην μάννα της πως ήταν έγκυος και ποιος ήταν ο υπαίτιος. Κι εκείνη, με την σειρά της το μαρτύρησε στον πατέρα της. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Και τώρα η Χρυσάνθη κάθεται στην άκρη του αμπελιού και τα θυμάται όλα. Πως ξεκίνησαν και πους εξελίσσονται τα πράγματα. Ο πατέρας της βρήκε έναν μπάρμπα του Νικολή και είχαν μια αρκετά μακριά και έντονη συζήτηση πριν μια βδομάδα, ο μπάρμπας την μετέφερε στον πατέρα του Νικολή, έγινε συμβούλιο οικογενειακό για ν' αποφασίσουν τι να κάνουν και αν θα έπρεπε ο Νικολής να παντρευτεί την Χρυσάνθη, αλλά την επομένη το πρωί, ο Νικολής που έδινε όρκους αιώνιας αγάπης στην Χρυσάνθη φυγαδεύτηκε στην Αθήνα και μπήκε στην επιτήρηση ενός άλλου αδελφού του πατέρα του, και η Χρυσάνθη, με την κοιλιά να μεγαλώνει συνέχεια, έμεινε στο χωριό και τώρα κάθεται και συλλογάται όλα αυτά στην άκρη του αμπελιού, ατιμασμένη και αποδιωγμένη απ' όλους. Έπρεπε να σκεφτεί τι να κάνει. Να βρει μια λύση και έναν τρόπο να μπορέσει να μεγαλώσει το παιδί που ακόμη κράταγε στα σπλάχνα της γιατί ήταν ο καρπός του έρωτά της με τον Νικολή. Που τον αγαπούσε μ' όλη την δύναμη της ψυχής της, άσχετα αν εκείνος την είχε προδώσει.
Το μεσημέρι, εμφανίστηκε κάποια στιγμή η μικρότερη αδερφή της, σταλμένη κρυφά από την μάννα της με λίγο φαγητό και νερό. Και της είπε πως κανόνιζε η μάννα της, κρυφά, να μπορέσει να χρησιμοποιήσει η Χρυσάνθη, το σπίτι το παλιό το ερείπιο, στην άκρη του χωριού, που ο ξάδερφός της δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ μια που δεν έμενε στο χωριό παρά στα Χανιά.
Το βραδάκι, πήρε η Χρυσάνθη το δρόμο για το σπίτι που της υπέδειξαν, έσπρωξε την σαραβαλιασμένη πόρτα και μπήκε μέσα. Τρόμαξε τους ποντικούς που κυκλοφορούσαν εκεί και δεν είχαν ξαναδεί την παρουσία ανθρώπου σ' εκείνο το μέρος, τρόμαξε και η ίδια, και αποφάσισε το βράδυ να το περάσει έξω στην αυλή, μέχρι να ξημερώσει ο θεός τη μέρα του και να δει τι θα κάνει. Το πρωί, εμφανίστηκε μια θεία της με μια σκούπα και αργότερα δυο ξαδέρφες της και άρχισαν να την βοηθούν να τακτοποιήσει μια γωνιά στο σπίτι και να την κάνει κατοικήσιμη. Της έφεραν κι ένα στρώμα που το άπλωσαν πάνω σε τάβλες στηριγμένες σε δυο τρίποδα και έφτιαξαν ένα υποτυπώδες κρεββάτι, εκεί στην άκρη της κουζίνας και άρχισε να φτιάχνεται ένα σπιτικό, με ρούχα, σκεύη και αντικείμενα απαραίτητα, από τα περισσεύματα, τα λιγοστά που είχαν συγγενείς και γειτόνισσες. Και με τη βοήθεια και την κρυφή συμπαράστασή τους.
Και τρόφιμα της έφεραν, και ξύλα κάνα-δυο άντρες, και όλοι όσοι είχαν καρδιά και έδειχναν συμπόνια. Και ήσαν πολλοί όσοι έδειξαν ανθρωπιά. Αλλά ακόμη πιο πολλοί ήταν εκείνοι που δεν έδειχναν, ή ντρεπόντουσαν ή φοβόντουσαν να δείξουν.
Τελικά κατάφεραν όλοι μαζί να κάμουν κατοικήσιμο και ανθρώπινο ένα δωμάτιο, εκεί δίπλα στην κουζίνα, και όταν γεννήθηκε η κόρη της Χρυσάνθης, υπήρχε μέρος για να την ακουμπήσουν. Όσο και νάταν σκληρά και απάνθρωπα τα αυστηρά ήθη στην Κρήτη εκείνων των χρόνων, η συμπαράσταση και η βοήθεια που πήρε η Χρυσάνθη και η μικρή της κούκλα, ήταν συγκινητική. Γιατί ήταν πραγματική κούκλα η κόρη της. Πανέμορφο μωρό, με τα ξανθά μαλλάκια και τα μάτια τα πράσινα της μάννας της.
Παρ' όλη τη βοήθεια που είχε όμως η Χρυσάνθη, τα πράγματα στο χωριό ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Όταν μεγάλωσε λιγάκι η μικρή, την άφηνε σε μια θεια της και πήγαινε να κάνει κανένα μεροκάματο, όποτε έβρισκε. Ότι μπορούσε και όπως μπορούσε. Ακόμη και δουλειές σκληρές, σκαψίματα κλαδέματα που συνήθως κάνουν οι άντρες. Αργότερα, άρχισε να την παίρνει μαζί της όπου πήγαινε για δουλειά. Και η μικρή, που όσο μεγάλωνε ομόρφαινε, και τα χρυσά μαλλάκια της τώρα ανέμιζαν στον άνεμο, όπως έτρεχε γύρω γύρω στις ρεματιές και τα χωράφια, δεν ήθελε καθόλου να μένει μέσα στο στο σπίτι.
Μάζευε αγριολούλουδα, χάζευε τα πουλιά και τους τραγουδούσε και τους μιλούσε. Σαν ξωτικό ήταν. Μέχρι που μια μέρα μια γριά που την παρακολουθούσε, την είπε “Νεραγδένια”.
Και από τότε της κόλλησε της μικρής Κατερίνας. Έτσι την φώναζαν όλοι. Και της άρεσε αυτό το παρατσούκλι περισσότερο από τ' όνομά της. Όπως της άρεσαν και όλες οι ιστορίες για νεράιδες που της διάβαζε η μάννα της τα βράδια γιατί εκείνη ακόμη δεν είχε πάει στο σκολειό να μάθει να διαβάζει.
Έτυχε τώρα την εποχή που ήταν να πάει στο σκολειό η Κατερίνα, να χηρέψει μια μακρινή συγγένισσά της στα Χανιά, δεν είχε και παιδιά η ίδια, και πήρε στο σπίτι της την Χρυσάνθη και την κόρη της. Η Νεραγδένια κόντεψε να σκάσει από το κλάμα. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πάει να κλειστεί στους τοίχους του αρχοντόσπιτου στα Χανιά. Δεν μπορούσε ν' αποχωριστεί τα λουλούδια, τα πουλιά και τις πεταλούδες της στις ρεματιές του χωριού. Δεν είχε γεννηθεί για να είναι κλεισμένη μέσα αυτή. Και απειλούσε την μάννα της πως θα φύγει να γυρίσει στα βουνά, αν δεν της δίνανε υπόσχεση πως σε κάθε ευκαιρία θα γυρνούσαν να περνούν μερικές μέρες στο χωριό. Και, κατά κάποιο τρόπο, κράτησαν την υπόσχεσή τους.
Τέλειωσε το δημοτικό σχολειό, μπήκε στο γυμνάσιο, ήταν και καλή μαθήτρια η Κατερίνα και προχωρούσε με καλούς βαθμούς, να το τελειώσει. Και όσο μεγάλωνε, τόσο ομόρφαινε η Νεραγδένια και άρχισαν να την κυνηγούν όλα τα αρσενικά της πόλης, από δεκαπέντε χρονών και πάνω. Εκείνη όμως δεν είχε το μυαλό της στους έρωτες. Δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Και η μάννα της την πρόσεχε και την είχε συνέχεια από κοντά. Είχε μεγάλες βλέψεις γι' αυτήν. Είχε μαζεμένα χρήματα από τα μεροκάματα που έκανε και, μια που η κόρη της ήταν καλή μαθήτρια, θα προσπαθούσε να την σπουδάσει, για να ξεφύγει από τα βάσανα που είχε περάσει αυτή. Αλλά τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα σχεδιάζουμε.
Ήτανε γιορτές Χριστουγέννων, και η Χρυσάνθη με την κόρη της πήγαν καλεσμένες σε κάποιο συγγενικό σπίτι. Είχανε μεγάλη γιορτή εκεί, πολύς κόσμος, νεολαία και μεγαλύτεροι, πολύ το κρασί και το κέφι, δεν άργησαν, μετά το φαγοπότι να πιάσουν τον χορό οι νεώτεροι, και εκεί στο χορό είδε την Κατερίνα ο Μιχάλης και τρελάθηκε. Τον χτύπησε ο έρωτας κατακούτελα. Όλη τη νύχτα δεν είχε ξεκολλημό από δίπλα της. Χορέψανε, ξαναχορέψανε, μέχρι που πόνεσαν τα πόδια τους και όταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν τα ξημερώματα, δώσανε υπόσχεση ο ένας στον άλλο να τα ξαναπούνε. Τουλάχιστον αυτό. Συναντηθήκανε στη συνέχεια μερικές φορές στα Χανιά, αλλά η Χρυσάνθη που κάτι μυρίστηκε, ήταν βλέπετε και παθούσα, άρχισε να ρωτά την κόρη της, που είχε γίνει δεκαεφτά χρονών και τελείωνε εκείνο το καλοκαίρι το γυμνάσιο, που γυρίζει και που πάει. Και εκείνη της είπε για τον Μιχάλη. Κατάφερε να την πείσει πως πρέπει να ξεκόψει από αυτόν, γιατί μόνο σε καλό δεν θα της βγεί. Εκείνος ήταν πλουσιόπαιδο, από μεγάλο σόι που δεν θέλουν και δεν γίνεται να έχουν πολλά πολλά με παρακατιανούς. Η Κατερίνα θάπρεπε να κοιτάξει το μέλλον της, να φροντίσει να σπουδάσει, γιατί αυτός ήταν ο μοναδικός δρόμος γι' αυτήν, αν ήθελε να ξεφύγει από την μιζέρια.
Και η Κατερίνα άκουσε την μάννα της και άρχισε να ξεκόβει από τον Μιχάλη. Εκείνος όμως συνέχισε να την παίρνει ξοπίσω όταν έφευγε από το σχολειό, να την ακολουθεί μέχρι το σπίτι και να την παρακαλάει σ' όλο το δρόμο. Σταμάτησε ν' ασχολείται μ' οτιδήποτε άλλο, ήταν όλο κατσούφης και ανόρεχτος, μέχρι που οι γονείς του που είδαν την αλλαγή στην διάθεση και την συμπεριφορά του, τον ρώτησαν την συμβαίνει. Ήταν βλέπετε και μοναχογυιός και δεν ήθελαν ν' αρρωστήσει το παιδί τους. Εκείνος τους είπε. Πως αγαπούσε μια κοπελιά, εκείνη όμως δεν τούδινε σημασία, αλλά αν δεν την έπαιρνε γυναίκα του θα σκοτωνόταν. Τόσο πολύ την αγαπούσε. Η μάννα του, φρόντισε να βάλει ανθρώπους να μάθουν ποια είναι η κοπελιά, τι σόι είναι και αν είναι καλόσυρη, από καλή τάξη δηλαδή. Έμαθε για την Χρυσάνθη και την κόρη της, και κόντεψε να πάθει συγκοπή. Έπιασε το γυιό της και προσπάθησε να τον μεταπείσει, να τον κάνει να χωνέψει πως η κοπέλα αυτή δεν κάνει γι' αυτόν, δεν είναι της τάξεώς τους, αλλά εκείνος δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα. Γι αυτόν μόνο η Κατερίνα υπήρχε, και αν δεν την έπαιρνε θα σκοτωνόταν. Ο πατέρας του ήταν κάπως πιο συγκαταβατικός, αλλά δεν τολμούσε να φέρει και πολλές αντιρρήσεις στην γυναίκα του γιατί αυτή είχε το γενικό πρόσταγμα στο σπίτι και όλοι οι υπόλοιποι είχαν μάθει να στέκονται σούζα.
Έγινε κάποια στιγμή κάποιο οικογενειακό συμβούλιο, μαζεύτηκαν μπαρμπάδες στο σπίτι και το κουβέντιασαν το ζήτημα, να βρουν τέλος πάντων κάποια λύση. Και κατέληξαν σ' αυτήν την απόφαση που συμφώνησε και ο Μιχάλης :
Θα έστελναν προξενιά, την επομένη κιόλας στην μάννα της Κατερίνας, να ζητήσουν για νύφη την κόρη της όπως είναι, με το βρακί της μόνο,που λένε, οι αρραβώνες να γίνουν το αργότερο σε μια βρομάδα μέσα και ο γάμος όσο γίνεται πιο σύντομα. Από την ημέρα του αρραβώνα και μετά, η Κατερίνα θα πρέπει να φύγει από την μάννα της και να πάει να μείνει στο σπίτι των γονιών του Μιχάλη. Θάπρεπε, όσο γίνεται, να φροντίσουν να μην κυκλοφορήσουν οποιεσδήποτε πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή της Κατερίνας και της μάννας της. Γι αυτό, καλό θάναι, να έχουν όσο γίνεται λιγότερες επαφές με την Χρυσάνθη.
Πήγαν οι προξενητάδες στην Χρυσάνθη, το κουβέντιασαν και το ξανακουβέντιασαν, έβαλαν και την συγγένισσά τους που φιλοξενούσε μάννα και κόρη στο σπίτι της να προσπαθήσει να τις πείσει, επειδή και οι δυο τους είχαν τις επιφυλάξεις τους, και τελικά συμφώνησαν. Έγιναν οι αρραβώνες, η Κατερίνα χώρισε από την μάννα της και εγκαταστάθηκε στο σπίτι των γονιών του Μιχάλη και από τότε άρχισε ο Γολγοθάς ο δικός της.
Από την στιγμή που μπήκε στο αρχοντικό, της φάνηκε σαν νάμπαινε σε χρυσό κλουβί. Σταμάτησε το σχολειό, σταμάτησε να βλέπει τις φιλενάδες της, προσπάθησαν να την ξεκόψουν από την μάννα της, και η μέλλουσα πεθερά της, δεν έχανε ευκαιρία να της θυμίζει την ταπεινή της καταγωγή με τον τρόπο και τα λόγια της. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι και όταν έβγαινε δεν ήταν ποτέ ασυνόδευτη. Τον Μιχάλη τον έβλεπε μόνο τα βράδια που γύρναγε στο σπίτι από τις δουλειές που είχε με τον πατέρα του, και μόνο στο τραπέζι και μετά το φαγητό λίγο. Και δεν μπορούσαν και τότε να πούνε πολλά. Μόνο τα σχετικά με το γάμο που κανόνιζαν να γίνει σε δυο μήνες.
Έκανε υπομονή η Κατερίνα, όσο μπορούσε, με την ελπίδα πως μετά το γάμο θ' αλλάξουν τα πράγματα. Ήλπιζε πως με το στεφάνι που θάβαζε στο κεφάλι της θ' αποκτούσε, και με την συμπαράσταση του Μιχάλη, δικαιώματα. Πως θα γινόταν αρχόντισσα και κυρά. Είχε και μια ελπίδα ακόμη πως θα έμεναν σ' ένα σπίτι δικό τους. Πως δεν θάχει τους γονείς του πάνω από το κεφάλι της συνέχεια.
Γελάστηκε όμως. Μετά τον γάμο τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Ο Μιχάλης δεν είχε σκοπό να απομακρυνθεί από το σπίτι των γονιών του, εξ άλλου ήταν μεγάλο και τους χωρούσε όλους, η συμπεριφορά και η στάση της πεθεράς της χειροτέρεψε. Τώρα εκείνη γινόταν ολοένα και περισσότερο προσβλητική και επιτιμητική, ακόμη και μπροστά σε τρίτους, φροντίζοντας, σε κάθε ευκαιρία να της θυμίζει από πού την πήραν για να την κάμουν αρχόντισσα, να μιλάει προσβλητικά για την μάννα της που δεν παντρεύτηκε ποτέ και άλλα.
  Δοκίμασε να μιλήσει η Κατερίνα στον Μιχάλη και να του παραπονεθεί, αλλά εκείνος στην αρχή προσπάθησε να το διασκεδάσει λέγοντας πως ότι κάνει η μάννα του δεν το κάνει με κακή πρόθεση παρά για να την δασκαλέψει και να την μάθει να φέρεται σαν κυρία, στην συνέχεια άρχισε να υποστηρίζει πως υπερβάλλει η Κατερίνα, και στο τέλος ανοιχτά και καθαρά της είπε πως η μάννα του είχε δίκιο και καλά θα κάνει να την σέβεται και να την ακούει.
Το κατάπιε κι αυτό το ποτήρι η Κατερίνα και συνέχισε να κάνει υπομονή, επειδή τώρα πια ήταν έγκυος. Ήλπιζε πως με τον ερχομό του παιδιού της όλοι θα μαλάκωναν και τα πράγματα γι' αυτήν θα καλυτέρευαν. Γεννήθηκε ο γυιός της και μόνο που δεν της το άρπαξαν από την αγκαλιά της. Προσπαθούσαν, όσο μπορούσαν να περιορίσουν τις επαφές της μαζί του. Η γιαγιά είχε τώρα την τελευταία λέξη και έπαιρνε αποφάσεις σε οτιδήποτε έχει σχέση με το μωρό. Ακόμη και στην κλινική που γέννησε η Κατερίνα, δεν επέτρεψαν στην μάννα της να πάρει τον εγγονό της αγκαλιά, να τον χαρεί κι εκείνη λίγο. Φοβήθηκαν λέει μη του μεταδώσει τίποτα μικρόβια. Μέχρι που έγινε ο γυιός της Κατερίνας δυο χρονών, ζήτημα αν τον είχε δει δυο φορές η Χρυσάνθη.
Ο Μιχάλης πάλι, όλο και περισσότερο συμφωνούσε με την μάννα του ενάντια στην γυναίκα του. Μια-δυο φορές που δοκίμασε να παραπονεθεί ξανά η Κατερίνα, αντιμετώπισε όχι την αδιαφορία τώρα, αλλά την λεκτική κακοποίησή της από εκείνον.
Και τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου όταν η Κατερίνα, πήρε ένα απόγευμα τον τρίχρονο τώρα γυιό της και πήγαν να επισκεφτούν την μάννα της.
Στην επιστροφή της την περίμεναν όλοι μαζί.
Αντιμετώπισε πρώτα την πεθερά της που της είπε πως δεν είναι καιρός ακόμη για τον εγγονό της ν' αρχίσει να επισκέπτεται πουτάνες και πως άλλη φορά όταν θελήσει να ξαναβγεί από το σπίτι θα πρέπει πρώτα να πάρει την άδειά της.
Όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί, την παρέλαβε ο άντρας της, που της άρπαξε το παιδί από την αγκαλιά της και τόδωσε στην μάννα του και άρχισε να την βρίζει και να την χτυπά.
Το παιδί, τρομαγμένο έβαλε τα κλάματα φώναζε και ζήταγε την μάννα του, αλλά η καλή γιαγιά το πήρε μακριά, στο δωμάτιό της, για να συνεχίσει ο πατέρας του να συνετίζει την μάννα του.
Η ζωή για την Κατερίνα στο σπίτι του άντρα της είχε γίνει πια κόλαση. Η λεκτική και σωματική βία, ήταν σχεδόν καθημερινή πρακτική. Και άρχιζε να ψάχνει τρόπους να ξεφύγει. Κατάφερε να βρει ανθρώπους να της δώσουν συμβουλές και οδηγίες για το τι πρέπει να κάνει. Και μια μέρα, κατάφερε να πάρει τον γυιό της αγκαλιά και να την κοπανήσει από το σπίτι.
Κατέθεσε αγωγή για διαζύγιο, έβγαλε και προσωρινή δικαστική απόφαση να έχει την εποπτεία του γυιού της, και ζούσε μαζί με την μάννα της στο σπίτι που τους άφησε κληρονομιά πεθαίνοντας η συγγένισσά τους.
Βγήκε και το διαζύγιο, Η Κατερίνα βρήκε μια δουλειά και ενώ περίμενε πως τα πράγματα θα έστρωναν κάπως, γυρνώντας ένα απόγευμα στο σπίτι, δεν βρήκε τον γυιό της. Τον είχε αρπάξει ο πατέρας του. Τώρα τα πράγματα είχαν γίνει ακόμη πιο δύσκολα. Η Κατερίνα όχι μόνο δεν μπορούσε να δει τον γυιό της, αλλά ούτε να πλησιάσει στο σπίτι που τον κρατούσαν κλεισμένο. Είχε η οικογένεια του πρώην άντρα της τη δύναμη και τους τρόπους να την κρατούν μακριά. Και το έκαναν. Και αυτή, με την καρδιά της να σπαράζει, προσπαθούσε, όποτε μπορούσε, να τον βλέπει και να τον καμαρώνει από μακριά. Όταν τον συνόδευαν στο σχολείο, όταν έπαιζε μαζί με τ' άλλα τα παιδιά στα διαλείμματα, σε σχολικές γιορτές.
Και πριν λίγες μέρες, στην σχολική παρέλαση που ελάμβανε μέρος και ο γυιός της, η Κατερίνα ήταν εκεί και τον καμάρωνε.
Κι εκείνος γύρισε και την κοίταξε, της χαμογέλασε και της έκλεισε από μακριά το μάτι. Σαν να της έλεγε μην σε νοιάζει. Εδώ είμαι εγώ και σ' αγαπώ και σε σκέφτομαι. Και όταν θα μεγαλώσω και θα μπορέσω να το κάνω, θάρθω μόνος μου να σε βρώ.
Και το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο της Κατερίνας, ήταν δάκρυ χαράς αυτή τη φορά.


Κωστής Τζαγκαράκης.
Δεκέμβρης 2011




1 σχόλιο:

  1. Σε μια σελίδα έδωσες όλη την αρρώστια της υποκριτικής ,δήθεν ηθικής ,βαθύτατα ανήθικης και απάνθρωπης όμως κοινωνίας . Και δυστυχώς δεν έχει αλλάξει και πολύ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ευχαριστώ για την επίσκεψη και τα σχόλια. Δεν θέλω να σδας αγριέψω πολύ για να μου ξανάρθετε.
Κωστής