Ο Θεόφιλος
Ήταν δύσκολα χρόνια για τους χριστιανούς της Κρήτης εκείνα που ακολούθησαν την μεγάλη επανάσταση του 1866. Έγιναν πολλές σφαγές, έγινε η ανατίναξη της Μονής του Αρκαδίου από τους υπερασπιστές της, και η καταπίεση των Τούρκων πάνω στον χριστιανικό πληθυσμό ήταν δυσβάσταχτη.
Στα χωριά, τα καλύτερα και πιο αποδοτικά κτήματα τα είχαν από χρόνια αρπάξει οι Τούρκοι, και για τους χριστιανούς είχαν αφήσει μόνο όσα δεν μπορούσαν να καλλιεργηθούν και ν' αποδώσουν. Οι Τούρκοι πάντα έβρισκαν τρόπο ν' αρπάξουν τις καλύτερες περιουσίες των Χριστιανών.
Τον Αποκόρωνα, εκατό χρόνια πιο πριν, τον λυμαινόταν ο περίφημος αγάς, ο Αληδάκης, τουρκοκρητικός γενίτσαρος, που είχε τον πύργο του στο χωριό Εμπρόσνερος. Με δολοφονίες, εκβριασμούς, ψευδομαρτυρίες και ληστείες, είχε καταφέρει να συγκεντρώσει υπό την κατοχή του ολόκληρο σχεδόν τον Αποκόρωνα, μέχρι που οι αγανακτισμένοι Κρητικοί τον έκαψαν μέσα στον πύργο του στην επανάσταση του 1770 μαζί με την φρουρά του και ξεθεμέλιωσαν και τον πύργο.
Μετά το 1866 όμως, με παρεμβάσεις και πιέσεις από τις τότε μεγάλες δυνάμεις έγιναν τα πράγματα κάπως πιο ελαστικά για τους χριστιανούς, που άρχισαν να νιώθουν κάποια ανακούφιση. Εκείνοι όμως δεν το έβαζαν κάτω, ήθελαν να ενωθούν τώρα με το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, και οι ξεσηκωμοί που ακολούθησαν, είχαν αυτόν το σκοπό.
Είπαμε πως στα χωριά τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα και για να μπορέσει κανείς να επιζήσει έπρεπε να είχε περιουσία που ν' αποδίδει. Ιδιαίτερα αν είχε κανείς οικογένεια μεγάλη, δύσκολα μπορούσε να την θρέψει.
Ο Μανώλης ο Σταματάκης είχε οχτώ παιδιά. Το μικρότερο από το μεγαλύτερο είχαν δώδεκα χρόνια διαφορά. Και δώδεκα ήταν και τα στόματα που έπρεπε να χορτάσει ο Μανώλης. Γιατί είχε και την μάννα του και την αδερφή του την Ζαμπιά, που είχε μείνει ανύπαντρη, να φροντίζει. Και τα έφερνε δύσκολα. Τα μικρά ήταν αχόρταγα. Ποτέ τους δεν σηκωνόντουσαν χορτασμένα από το τραπέζι.
Σκεφτόταν συνεχώς πως θα τα φέρει βόλτα. Μέχρι που του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον δεύτερό του γυιο, τον Θεόφιλο που ήταν 13 χρονών. Τον μεγαλύτερο τον ήθελε κοντά του, να τον βοηθά στις δουλειές και μαζί να μεγαλώσουν την υπόλοιπη φαμελιά. Έτσι γινόταν. Τα μεγαλύτερα παιδιά βοηθούσαν να μεγαλώσουν τα μικρότερα της οικογένειας.
Είχε ο Μανώλης έναν ξάδερφο στα Χανιά που ήταν τσαγκάρης. Είχε καλό μαγαζί με δυο παραγυιούς εκεί στο κέντρο, στα στιβανάδικα. Και μια φορά που βρέθηκε στα Χανιά έκανε μια επίσκεψη στον ξάδερφό του, και τον παρακάλεσε, αν γίνεται να πάρει τον Θεόφιλο για παραγυιό. Τα συμφώνησαν με τον ξάδερφο και σε μια βδομάδα ξανακατέβηκε από το χωριό στα Χανιά έχοντας και τον Θεόφιλο μαζί του. Στον δρόμο τον συμβούλευε πως να συμπεριφέρεται και να υπακούει και να φροντίσει να μάθει την τέχνη γρήγορα γιατί ψωμί γι αυτόν δεν είχε πια στο χωριό. Αν τον έδιωχνε τ' αφεντικό του, μαύρο φίδι που τον έφαγε.
Όταν φτάσανε στα Χανιά τον παρουσίασε και τον παρέδωσε στον ξάδερφο, λέγοντάς του πως έχει πάνω του την εξουσία που έχει και ο ίδιος ο πατέρας του. Αν δεν ακούει και δεν συμμορφώνεται με τις συμβουλές και τις οδηγίες του, ο ξάδερφος είναι ελεύθερος να τον κάνει μαύρο στο ξύλο, σαν τους αράπηδες τους χαλικούτηδες(*) που υπήρχαν εκείνα τα χρόνια στα Χανιά, σκλάβοι των πλούσιων τούρκων αγάδων.
Χαιρέτησε ύστερα ο Μανώλης ξάδερφο και Θεόφιλο και ξανακαβαλίκεψε πάλι τον γάιδαρό του για να επιστρέψει στο χωριό.
Ο Θεόφιλος όμως δεν είχε σκοπό ούτε ξύλο να φάει ούτε να γυρίσει ξανά στο χωριό και να πιάσει ξανά στα νεανικά χέρια του την τσάπα και να προσπαθεί να ζήσει σκάβοντας τα βράχια στις Μαδάρες. Από την αρχή που ξεκίνησε να δουλεύει, έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον και ζήλο για την τέχνη του τσαγκάρη. Του δίνανε στη αρχή εύκολες δουλειές. Να καρφώσει κανένα πέταλο που έλειπε από τις σόλες η τα τακούνια των στιβανιών που πήγαιναν στον μάστορα για επιδιόρθωση, να ράψει με την κερωμένη οργιά κανένα μπάλωμα στην τρύπια αρβύλα κανενός βοσκού ή να προσπαθήσει να διορθώσει το τακούνι του πασουμιού καμιάς χανούμισσας.
Ότι ξεκίναγε να φτιάξει, το κατάφερνε όπως του τόχαν δείξει να το κάνει και ακόμη καλύτερα. Δεν τούδειχναν κάτι για δεύτερη φορά. Αρκούσε η πρώτη. Γρήγορα έγινε ο καλύτερος κάλφας στο τσαγκάρικο και το αφεντικό άρχισε να του εμπιστεύεται περισσότερα και πιο πολύπλοκα πράγματα. Σε λίγο καιρό, άρχισαν να του αναθέτουν δουλειές πάνω σε καινούρια ζευγάρια υποδημάτων. Είτε ήταν μικρά γυναικεία μποτάκια ή ακόμη και τα στιβάνια τα βαριά τα κρητικά που φορούσαν όλοι, Τούρκοι και Ρωμιοί εκείνη την εποχή. Και όσοι είχαν αγοράσει ότι είχε περάσει από τα χέρια του ήταν ευχαριστημένοι και ξαναπερνούσαν από το μαγαζί.
Σε δυο τρία χρόνια είχε γίνει ο καλύτερος μάστορας. Το αφεντικό τον εμπιστευόταν με κλειστά μάτια. Είχε μάθει να παίρνει μέτρα από τους πελάτες για τα στιβάνια τους, να κόβει τα δέρματα οικονομικά και να κάνει σχέδια και πλουμιά πάνω στα πασουμάκια που ήθελαν οι χανούμισσες, που όταν τους έπεφτε κανένα σχέδιο που ήταν από την Πόλη και πρωτοφανίστικο στα Χανιά, σ' αυτόν το πήγαιναν να τους το αντιγράψει και να τους το φτιάξει.
Κάποια μέρα εμφανίστηκε στο μαγαζί μια πλούσια Εβραία, γυναίκα του μεγαλύτερου έμπορα των Χανίων κρατώντας κρυμμένο ένα περιοδικό που της είχαν φέρει από το Παρίσι. Ζήτησε τον Θεόφιλο και του έδειξε ένα ζευγάρι γοβάκια που φαινόντουσαν μέσα και τον ρώτησε αν μπορούσε να φτιάξει κάτι τέτοιο και για εκείνην. Φαινόντουσαν περίτεχνα και πολύπλοκα αλλά αυτό ήταν παιγνιδάκι για τον Θεόφιλο που τα ξεσήκωσε και τα έραψε για την πελάτισσά του και της εφάρμοσαν σαν γάντι.
Την άλλη μέρα, την ώρα που σχόλαγε από την δουλειά ο Θεόφιλος, είδε να τον περιμένει η υπηρέτρια του εμπόρου που τον πλησίασε και του είπε πως το αφεντικό της τον παρακαλεί να περάσει κανένα βράδυ από το σπίτι του, ένα μεγάλο αρχοντικό στην Οβριακή, την συνοικία που έμεναν οι Εβραίοι των Χανίων, κοντά στο λιμάνι.
Ο Θεόφιλος, περίεργος πήγε την άλλη μέρα το βράδυ μετά την δουλειά στο σπίτι του Εβραίου, και αφού τον περιποιήθηκε, του είπε το μεγάλο μυστικό. Να βάλει ο Εβραίος λεφτά, ν' ανοίξει ο Θεόφιλος μαγαζί δικό του, και να τον ξεπληρώνει σιγά σιγά, όταν θ' άρχιζε να έχει κέρδη. Η αλήθεια είναι πως ο Εβραίος είχε μια κόρη που θα τον κληρονομούσε και επειδή δεν έβρισκε στα Χανιά ομόθρησκό του κατάλληλο για γαμπρό, σκέφτηκε να πλευρίσει τον Θεόφιλο. Εκείνος όμως ήταν απονήρευτος και απάντησε πως θα το σκεφτεί και θα του απαντούσε σύντομα.
Την επομένη Κυριακή, κίνησε με τα πόδια να πάει στο χωριό, κάπου τριάντα χιλιόμετρα από τα Χανιά, και ζήτησε συμβουλές από τον πατέρα του. Εκείνος που είχε μάθει πια για την καπατσοσύνη και το ταλέντο του γυιου του, έβλεπε πως ο Θεόφιλος έχανε όσο παρέμενε υπάλληλος του ξαδέρφου του, αλλά και πάλι σκεφτόταν πως θάταν αγνωμοσύνη να εγκαταλείψει το αφεντικό του που στο κάτω κάτω τούχε μάθει την τέχνη. Είπε λοιπόν στον Θεόφιλο :
-Κάμε γυιε μου ότι σε φωτίσει ο Θεός. Αλλά πριν πάρεις οποιαδήποτε απόφαση, κουβέντιασέ το με το αφεντικό σου. Ξα σου.(**)
Ο Θεόφιλος επέστρεψε την ίδια βραδιά στα Χανιά για νάναι την επομένη στην ώρα του στην δουλειά του και το βράδυ, όταν έκλειναν το μαγαζί, άρχισε να το κουβεντιάζει με το αφεντικό. Εκείνος, που αγαπούσε τον Θεόφιλο στενοχωριόταν που θα τον έχανε γιατί χάρις σ' αυτόν είχε αποκτήσει την φήμη και την πελατεία το μαγαζί του, αλλά δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε ο Θεόφιλος.
Ήταν το αφεντικό χρόνια στην πιάτσα και ήξερε και τον Εβραίο και υποψιαζόταν τον σκοπό του τον απώτερο και συμβούλεψε τον Θεόφιλο με ποιο τρόπο να χρησιμοποιήσει τα λεφτά του Εβραίου, χωρίς άλλες δεσμεύσεις απέναντί του, εκτός από τις υποχρεώσεις για το δάνειο που θα του έδινε. Και ευχήθηκε καλή τύχη στον Θεόφιλο και του είπε πως πάντα θάναι δίπλα του για συμβουλές ή για οτιδήποτε χρειαζόταν εκείνος.
Ξαναγύρισε στον Εβραίο ο Θεόφιλος και συμφωνήσανε στην χρηματοδότηση του μαγαζιού που ξεκίνησε να φτιάχνει. Ορίσανε και χρόνο αποπληρωμής του δανείου με τον τρέχοντα τόκο και σε δυο μήνες το μαγαζί ήταν έτοιμο και ο Θεόφιλος αφεντικό. Με τις γνωριμίες και τις επαφές του Εβραίου, ο Θεόφιλος άρχισε να παραγγέλνει στην Ευρώπη καινούρια και πιο φίνα δέρματα για τα προϊόντα του και δεν προλάβαινε τις παραγγελιές των πελατών του.
Τούρκοι, Χριστιανοί, Εβραίοι, άντρες και γυναίκες, άνθρωποι της πόλης και από τα χωριά, έκαναν ουρά για να παραγγείλουν σ' αυτόν. Γρήγορα ο χώρος του μαγαζιού που είχε ανοίξει στα στιβανάδικα ο Θεόφιλος δεν ήταν αρκετός και βρήκε κοντά μια αποθήκη που την έκανε εργαστήριο και εκεί εγκατέστησε τους παραγυιούς και μαστόρους του. Επίσης και δυο μηχανές για γάζωμα των δερμάτων, πράγμα πρωτοφανίστηκο εκείνα τα χρόνια στα Χανιά, που τις δούλευαν δυο κοπέλλες, κορδελιάστρες που λέγανε.
Στον μισό χρόνο από εκείνον που είχαν συμφωνήσει, κατάφερε ν' αποπληρώσει το δάνειο του Εβραίου. Εκείνος δεν ευχαριστήθηκε την εξόφληση επειδή ο Θεόφιλος δεν θα εξαρτιόταν πια απο αυτόν αλλά δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά.
Ο Θεόφιλος, στα 28 του χρόνια, ψηλός και ομορφάντρας, ήταν ο καλύτερος εκείνη την εποχή γαμπρός στα Χανιά. Όλοι οι ευκατάστατοι Χανιώτες που είχαν κόρες της παντρειάς, άρχισαν να του κάνουν προξενιά για τις κόρες του. Και εκείνος πάλι καταλάβαινε πως ήταν καιρός του να παντρευτεί, είχε φτιάξει και ένα σπίτι δικό του στην Χαλέπα που εξελισσόταν στην αριστοκρατική συνοικία των Χανίων αφού εκεί είχαν μαζευτεί οι αρχές της πόλης, τα πλουσιόσπιτα όλα και τα προξενεία των ξένων δυνάμεων.
Κάποια στιγμή την καρδιά του την έκλεψε μια κοπελιά που μπήκε να ψωνίσει στο μαγαζί του. Όμορφη και γλυκομίλητη και διαβασμένη όπως έδειχνε, παρ' όλο που η μάννα της που την συνόδευε δεν την άφηνε να πει και πολλά μπροστά του. Την ήξερε την μάννα της κοπελιάς, ήταν γυναίκα πλούσιου Χριστιανού εμπόρου από καλό σόι, και από τις πιο φανατικές πελάτισσές του. Αποφάσισε να ζητήσει την κοπελιά από τον πατέρα της και έστειλε στο σπίτι του προξενητή το πρώην αφεντικό του.
Αν και ο Θεόφιλος δεν καταγόταν από σόι καλό, είδε την αξία του ο μέλλων πεθερός του, άρεσε και στην νύφη ο γαμπρός και τα συμφωνήσανε. Έγιναν οι γάμοι, έγιναν τα γλέντια, εγκατέστησε την γυναίκα του ο Θεόφιλος στο σπίτι του, της πήρε και μια κοπελιά από το χωριό του να την ξεκουράζει στις δουλειές του σπιτιού, και δεν έβλεπαν και οι δυο τους πότε θάρθει η ώρα να κλείσουν τα μαγαζιά και να βρεθεί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Περνούσε ο καιρός, και σε δυο χρόνια από τότε που έγινε ο γάμος, έμεινε η Μαρία η γυναίκα του Θεόφιλου έγκυος. Εκείνος πια πέταγε από την χαρά του. Γελούσαν και τ' αυτιά του και τα μουστάκια του. Δεν έμπαινε άνθρωπος στο μαγαζί να τον χαιρετήσει και να του πει τα συχαρίκια για τον διάδοχο που ερχότανε και να μην τον κεράσει ο Θεόφιλος.
Ήρθε ο καιρός που πιάσανε οι πόνοι της γέννας την Μαρία, ήρθε στο σπίτι η μαμμή, μαζευτήκανε στο σπίτι του μανάδες θειάδες και ξαδέρφες, ο Θεόφιλος κάτω στο καθιστικό με τον πεθερό του κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, φύσαγε και ξεφύσαγε από την αγωνία και την αναμονή, μέχρι που ακούστηκε το πρώτο κλάμα του μωρού πετάχτηκε πάνω και τρέχοντας ανέβηκε τις σκάλες να δει τον διάδοχο. Η μαμμή στην πόρτα δεν τον άφησε να μπει μέσα στην κάμαρα της γυναίκας του, παρά τούπε τα συχαρίκια για την όμορφη κόρη που απόχτησε.
Εκείνος, αποσβολωμένος πήγε να ψελλίσει ένα ευχαριστώ και με το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια του κατέβηκε ξανά κάτω, και έβαλε πίσω στην θέση του το πιστόλι που είχε ετοιμάσει για να ρίξει τις απαραίτητες μπαλωθιές για την γέννηση του γυιού του. Ο πεθερός του που τον είδε μουτρωμένο δεν τούπε τίποτα, τον χτύπησε στην πλάτη συγκαταβατικά και ανέβηκε την σκάλα να γνωρίσει την εγγονή του.
Την άλλη μέρα το μαγαζί στα στιβανάδικα δεν άνοιξε. Ούτε την παραπάνω. Άνοιξε καμιά βδομάδα αργότερα, με αφεντικό κάποιον που έβαλε ο πεθερός του αφού ο Θεόφιλος είχε εξαφανιστεί και κανείς δεν τον είχε δει ούτε είχε ακούσει κάτι γι' αυτόν από την επομένη της γέννησης της κόρης του. Λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί.
Περάσανε σιγά σιγά αρκετά χρόνια. Το μαγαζί του Θεόφιλου εξακολουθούσε να δουλεύει και χωρίς αυτόν αρκετά καλά. Η γυναίκα του έκανε το κουμάντο τώρα, φροντίζοντας παράλληλα και την την κόρη της που μεγάλωνε και ομόρφαινε.
Οι Τούρκοι είχαν φύγει πια από την Κρήτη που απέκτησε για ένα μικρό διάστημα την ανεξαρτησία της και μετά ενώθηκε με την υπόλοιπη ελεύθερη Ελλάδα. Εκείνα τα χρόνια πολύς κόσμος έφευγε για μεγάλα διαστήματα να βρει καλύτερη τύχη στην Αμερική. Κάποιος που επέστρεψε από εκεί, είπε πως του φάνηκε, την εποχή που βρισκόταν εκεί, πως είδε τον Θεόφιλο. Δεν ήταν σίγουρος όμως.
Η κόρη του Θεόφιλου παντρεύτηκε και ο γαμπρός ανέλαβε το μαγαζί. Ήταν άνθρωπος έξυπνος και δραστήριος και σκέφτηκε να το μεγαλώσει και να εξετάσει τις προοπτικές για εξαγωγές πέρα από τον Ατλαντικό.
Με δείγματα της δουλειάς που έκανε το εργαστήριο στην Κρήτη, μπήκε στο καράβι και ταξίδεψε για να εξετάσει τις προοπτικές που θα είχε μια τέτοια κίνηση. Βρήκε εμπόρους, εισαγωγείς, και άλλους Έλληνες που βρισκόταν στις διάφορες πολιτείες που επισκεπτόταν. Όπου πήγαινε, ρωτούσε τους συντοπίτες του, που έβρισκε εκεί, αν είχε ακούσει κανείς για τον πεθερό του, που ποτέ δεν είχε γνωρίσει ο ίδιος.
Κάποια στιγμή βρέθηκε και στην πολιτεία του Οχάιο. Εκεί στο Σινσινάτι, ρώτησε ξανά για τον Θεόφιλο. Και κάποιος του είπε πως υπάρχει κάποιος Έλληνας με τέτοιο όνομα που είχε ένα μαγαζί καλό με παπούτσια και μπότες, και αν ήθελε, θα μπορούσε την άλλη μέρα να τον οδηγήσει εκεί.
Πραγματικά, την άλλη μέρα το πρωί, τον πήραν από το ξενοδοχείο που έμενε, και τον οδήγησαν στο κέντρο της πόλης. Εκεί, βρήκαν ένα μαγαζί κλειστό, με τα ρολά κατεβασμένα.
Πάνω από την είσοδο η πινακίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα: “Handmade Boots and Shoes”
και από κάτω με μικρότερα: “Theophilos Stamatakis”.
Είχε και μια πινακίδα κρεμασμένη μπροστά στα κατεβασμένα ρολά που έγραφε στα εγγλέζικα: “This shop is closing for ever”. Και από κάτω έγραφε στα Ελληνικά: “ Ο ιδιοκτήτης ανεχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μην τον αναζητήσετε ποτέ ξανά.”
Κωστής Τζαγκαράκης. Δεκέμβρης 2011.
(*) Χαλικούτηδες : Αφρικανοί που βρέθηκαν στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και παρέμειναν ακόμη και μετά την αποχώρηση των Τούρκων. Λένε πως ήταν υπολείμματα στρατευμάτων που είχαν χρησιμοποιήσει οι Τούρκοι. Έκαναν βαριές χειρωνακτικές εργασίες, το σημερινό χαμαλίκι που λέμε. Εκείνα τα χρόνια τα καράβια δεν πλεύριζαν στον μώλο του λιμανιού, και αυτοί ανέβαιναν πάνω, και ξεφόρτωναν αποσκευές και εμπορεύματα των επιβατών. Για να πάρουν το φιλοδώρημα και να βγάλουν το μεροκάματο, έπρεπε κάτι να κατεβάσουν από το καράβι. Έλεγαν λοιπόν στον επιβάτη που κουβαλούσε κάτι βαρύ “Χαλ ιλ κουτ εφέντη” δηλαδή άφησε κάτω το κουτί αφεντικό. Και από αυτό τους κόλλησαν το όνομα “Χαλικούτηδες”. Ακόμη και τώρα αν κάποιος είναι άπλυτος και βρωμιάρης, λένε στην Κρήτη: “Δες, σαν τον Χαλικούτη είναι αυτός”.
(**) Ξα σου : Με την αξία σου. Έκφραση που συνήθως λένε στην Κρήτη σε κάποιον που του αναθέτουν μια αποστολή. Να κάνει κάτι σημαντικό. Ο πατέρας στον γυιο του που φεύγει. Κάτι σαν παραγγελιά να τιμήσει τ' όνομά του. Να τον βγάλει ασπροπρόσωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστώ για την επίσκεψη και τα σχόλια. Δεν θέλω να σδας αγριέψω πολύ για να μου ξανάρθετε.
Κωστής