Πέστε μου την γνώμη σας.

Φίλοι επισκέπτες. Εκτιμώ ιδιαίτερα την γνώμη σας και την κριτική σας. Σας ευχαριστώ που είχατε την υπομονη να διαβάσετε τις ιστορίες μου. Αφήστε μου κι ένα σχόλιο με την γνώμη σας.
Κωστής

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Το ραντεβού.

Το ραντεβού.


Οι χειμώνες ήταν εκείνα τα χρόνια ιδιαίτερα δύσκολοι στην βόρεια Ελλάδα. Ακόμη είναι βέβαια αλλά πιο παλιά, τα ορεινά χωριά, όταν τα πλάκωνε το πέπλο του χιονιού, μπορούσε να τα σκεπάζει επί μήνες. Όσα χωριά δεν άδειαζαν τελείως, για να μεταφερθούν άνθρωποι και ζωντανά χαμηλότερα, φαινόταν κι εκείνα σαν έρημα. Οι άνθρωποι δεν ξεμύτιζαν παρά μόνο για λίγο, για να κάνουν λίγα απαραίτητα ψώνια οι γυναίκες ή για κανένα τσιπουράκι στο καφενείο οι άντρες.
Οι ντόπιοι είχαν μάθει να ζουν μ' αυτό το πρόβλημα. Αν τύχαινε όμως να βρεθεί εκεί κανείς ξένος κι άμαθος στον άσχημο καιρό, σαν τον έφεδρο ανθυπολοχαγό που τον είχαν στείλει να υπηρετήσει την θητεία του σ' αυτό το ορεινό χωριό του νομού Φλωρίνης, το πρόβλημα με το χιόνι μπορεί νάναι πιο σοβαρό. Ιδιαίτερα αν κατάγεται από την Κρήτη και είναι η πρώτη φορά που βλέπει χιόνι στην ζωή του.
Στην αρχή έπρεπε να μάθει να περπατά όρθιος πάνω στο χιόνι. Και τα μονόσολα υποδήματα της υπηρεσίας, που γλίστραγαν συνέχεια, δεν τον βοηθούσαν καθόλου σ' αυτό. Τ' αντικατέστησε με κάτι μπότες σαν κι αυτές που φόραγαν οι ντόπιοι αλλά και πάλι είχε πρόβλημα. Ιδιαίτερα στις κατηφοριές. Όταν άρχιζε να γλιστρά, δεν σταμάταγε παρά μόνο αν έβρισκε τοίχο. Γι αυτό και τις απέφευγε τις κατηφοριές και πήγαινε μόνο τοίχο τοίχο, μέχρι που έμαθε κάπως να περπατά πάνω στο χιόνι και να μην πέφτει κάθε τρία βήματα.
Ο Γιώργης ήταν όπως είπαμε από την Κρήτη. Τέλειωσε το γυμνάσιο, μπήκε στην Ακαδημία και βγήκε δάσκαλος. Και ήρθε η ώρα που τον κάλεσε η πατρίδα να την υπηρετήσει.
Μπήκε στην σχολή των εφέδρων αξιωματικών και μετά τον έστειλαν να υπηρετήσει στο ορεινό αυτό χωριό της Φλώρινας, σαν διμοιρίτη των Ταγμάτων της Εθνοφυλακής. Η θέση αυτή δεν είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις. Είχε ελάχιστη γραφική δουλειά και έπρεπε να φροντίζει οι άνδρες του να είναι εξοικειωμένοι με τον οπλισμό τους και να τους πηγαίνει αραιά και που για σκοποβολή και ακόμη πιο αραιά ν' αναφέρεται στον διοικητή του τάγματος. Που κι εκείνος δεν ξεμύτιζε από το γραφείο του ολόκληρο τον χειμώνα. Που να γυρνάει όταν έξω είχε τέτοιο χιόνι.
Δεν είχε και πολλά πράγματα δηλαδή να κάνει ο Γιώργης. Το πιο δύσκολο απ' όλα ήταν να βρει τρόπο να περνά τον ατέλειωτο χρόνο που του έμενε ελεύθερος. Τα λίγα βιβλία που είχε κουβαλήσει μαζί του τάχει διαβάσει δυο και τρεις φορές.
Είχε ένα σοβαρό πρόβλημα ο Γιώργης εκείνο τον χειμώνα. Κι αυτό του δημιουργούσε μυριάδες άλλα. Ήταν ερωτευμένος.
Δεν είχε φτάσει ακόμη καλά καλά στο χωριό και όλες οι κοπελιές τόχαν μάθει. Ήρθε λέει στο χωριό ο καινούριος ανθυπολοχαγός. Και είναι κούκλος. Και την επομένη το πρωί, πριν ακόμη φτάσει στο γραφείο του και να πιει για πρώτη φορά τον καφέ του εκεί, άρχισαν οι κοπελιές να κάνουν παρέλαση απ' έξω. Το γραφείο του ήταν πάνω στον κεντρικό δρόμο του χωριού και είχε και τζαμαρία στην πρόσοψη. Και τα διαθέσιμα και ενδιαφερόμενα θηλυκά όλο και κάποια αφορμή έβρισκαν για να περάσουν, να σταματήσουν για κουβεντούλα έξω από το γραφείο και να ρίξουν και μερικές κλεφτές ματιές μέσα. Δεν φαινόντουσαν να τις πειράζει το κρύο και το χιόνι. Η φωτιά τους το έλιωνε έξω από το γραφείο.
Όλες πέρασαν και συνέχιζαν να περνούν ξανά και ξανά. Μόνο η Αννούλα δεν πέρασε να τον περιεργαστεί. Γιατί η Αννούλα μπορούσε να τον παρατηρεί άνετα, χωρίς να κρυώνει και χωρίς να δίνει στόχο, από το παραθύρι της που ήταν ακριβώς απέναντι από το γραφείο του Γιώργη.
Είχε συμπληρώσει δυο μήνες στο χωριό ο Γιώργης και ζήτημα αν είχε ανταλλάξει δυο καλημέρες με την Αννούλα σ' αυτό το διάστημα. Ήταν φιλικός κι εγκάρδιος με όλον τον κόσμο, όλοι τον καλημέριζαν και τον χαιρετούσαν, αρκετοί τον κερνούσαν και κανένα τσίπουρο στο καφενείο και τους κερνούσε συχνά κι αυτός, αλλά και αρκετοί ήταν εκείνοι που ήταν επιφυλακτικοί μαζί του και τον κρατούσαν σε απόσταση. Δεν ήθελαν νάχουν και πολλά πολλά μαζί του.
Ήταν βλέπετε η εποχή της χούντας και ο περισσότερος κόσμος όταν σ' έβλεπε να φοράς στολή, κουμπωνόταν.
Όσο οι γονείς της Άννας ήταν πρόσχαροι και ευγενικοί μαζί του, τόσο εκείνη ήταν απόμακρη και τυπική. Δεν φαινόταν να καταδέχεται αν του ρίξει μια ματιά παραπάνω η να του πει μια λέξη πέρα από έναν τυπικό χαιρετισμό.
Και ήταν πολύ όμορφη η Αννούλα. Ψηλή, με μαύρα κυματιστά μαλλιά και σώμα ελαφίνας. Τα σκουροπράσινα μάτια της σε φώτιζαν σαν νάτανε φάροι στο σκοτάδι και το γέλιο της ακουγόταν σαν κελάηδισμα αηδονιού στ' αυτιά του Γιώργη.
Ο Γιώργης δεν είχε σκοπό να κατακτήσει την Αννούλα. Δεν είχε πάει για να κάνει δεσμούς κοντά στα σύνορα. Να υπηρετήσει την θητεία του ήθελε. Περίμενε πως και πως να περάσουν οι τριάντα μήνες και να πάρει το απολυτήριό του για να γυρίσει ξανά πίσω στην Κρήτη. Τον ενοχλούσε μόνο λίγο η ψυχρότητά της και ο τρόπος που τον αγνοούσε επιδεικτικά.
Στο κάτω κάτω γειτόνοι ήταν. Ένας δρόμος τους χώριζε.
Ένα απόγευμα, στις αρχές του καλοκαιριού, κάπου τρείς μήνες από τότε που πήγε στο χωριό, ο Γιώργης επέστρεφε από την έδρα του Τάγματος. Και η μοναδική θέση που βρήκε άδεια στο λεωφορείο, ήταν αυτή δίπλα στην Άννα, που κι αυτή επέστρεφε στο χωριό μετά από κάποια ψώνια στην πόλη. Έπιασαν την κουβέντα και είπαν πολλά στην διάρκεια της μιας ώρας που κράταγε η διαδρομή. Και οι δυο ξεκίνησαν την κουβέντα τυπικά, επιφυλακτικά και αναγνωριστικά στην αρχή αλλά μετά ξεθάρρεψαν και ξανοίχτηκε ο ένας στον άλλο. Και άρχισαν να λέει ο ένας στον άλλο για τα όνειρά του και τις φιλοδοξίες του. Όπως κάνουν οι νέοι άνθρωποι.
Έτσι έμαθε η Άννα πως ο Γιώργης ήταν δάσκαλος και περίμενε να τελειώσει την θητεία του και να διοριστεί στην Κρήτη. Και έμαθε και ο Γιώργης πως η Άννα δεν έβλεπε την ώρα που θα μπορούσε να διοριστεί σε κάποια θέση και να ξεφύγει από το χωριό. Να βρει κάποια δουλειά για να μπορέσει να ξεφύγει. Έπρεπε όμως να βελτιώσει τ' Αγγλικά της και να κάνει εξάσκηση στην γραφομηχανή, πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει στο χωριό. Επειδή η ίδια δεν είχε γραφομηχανή και στο χωριό δάσκαλος των Αγγλικών δεν υπήρχε. Θα μπορούσε βέβαια να πάει να μείνει στο σπίτι της αδερφής της που ήταν παντρεμένη στην Θεσσαλονίκη, αλλά από τότε που είχε προσπαθήσει να την χουφτώσει ο γαμπρός της μια φορά που είχαν βρεθεί μοναχοί, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται.
Ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός όταν δυο νέοι βρίσκονται μαζί. Η μια ώρα της διαδρομής πέρασε πολύ γρήγορα και έφτασαν στο χωριό. Και υποσχέθηκε ο ένας στον άλλο να βρουν ευκαιρία να συνεχίσουν την κουβέντα που άφησαν στην μέση.
Την άλλη μέρα το πρωί, η Άννα έφερε καφέ στο γραφείο του Γιώργου και τον έπιναν μαζί μέχρι το μεσημέρι. Αυτός προσφέρθηκε κάπως να την βοηθήσει λέγοντάς της πως μπορούσε να χρησιμοποιεί την γραφομηχανή του γραφείου του για εξάσκηση τα μεσημέρια που το γραφείο ήταν κλειστό. Και στ' Αγγλικά θα μπορούσε να την βοηθήσει αν ήθελε. Εκείνος ήξερε καλά εγγλέζικα. Είχε πάρει το lower πριν ακόμη τελειώσει το γυμνάσιο και το proficiency όσο σπούδαζε στην Ακαδημία. Και μπορούσε να διδάξει εγγλέζικα. Τουλάχιστον στο επίπεδο της Άννας. Είχε και μερικά βιβλία μαζί του. Εκείνη απάντησε ναι σε όλα και από την επομένη άρχισαν τα μαθήματα.
Όταν τα χέρια τους ακούμπησαν πρώτη φορά μεταξύ τους, ήταν σαν να διαπέρασε και τους δυο ηλεκτρικό ρεύμα. Και αμέσως τα τράβηξαν κοντά τους. Αλλά όχι για πολύ. Δειλά δειλά άρχισαν πάλι τα χέρια να σιμώνουν το ένα το άλλο και όταν ακούμπησαν ξανά δεν τραβήχτηκαν. Παρά άρχισαν να σφίγγονται μεταξύ τους σαν απελπισμένα. Πόσο κράτησε η πρώτη αυτή επαφή, κανένας του δεν μπορούσε να πει. Έσφιγγε ο ένας το χέρι του άλλου, οι καρδιές κόντευαν να πεταχτούν έξω από τα στήθια και των δύο αλλά στα μάτια δεν μπορούσαν ακόμη να κοιταχτούν. Έτρεμαν. Τι έτρεμαν και τι φοβόντουσαν δεν μπορούσαν να πουν. Δεν ήξεραν.
Προσπάθησαν να συγκεντρωθούν στο μάθημα αλλά δεν μπόρεσαν. Και το άφησαν για την επομένη. Μα το ίδιο έγινε και την άλλη μέρα. Και την παράλλη.
Κάποια στιγμή άρχισαν να μιλούν και να κάνουν σχέδια για το πως θα συναντηθούνε. Μακριά από τον κόσμο. Μόνο οι δυο τους. Για το πρώτο τους ραντεβού. Και τόδωσαν στην πόλη. Εκείνος υποτίθεται πως θα πήγαινε για δουλειές στο Τάγμα και εκείνη για ψώνια. Και το πρώτο τους φιλί το αντάλλαξαν εκεί στο παρκάκι της πόλης, μαζί με τους όρκους της αιώνιας αγάπης που ανταλλάσσουν οι ερωτευμένοι. Έπρεπε όμως κάποια στιγμή να γυρίσουν και οι δυο στο χωριό και θάπρεπε να βρεθεί τρόπος να συναντιούνται και εκεί, μακρυά από τ' αδιάκριτα βλέμματα.
Ο Γιώργης απέκτησε ένα ξαφνικό ενδιαφέρον για το κυνήγι. Του δάνεισε το όπλο του ένας από τους άνδρες την διμοιρίας του, και εξαφανιζόταν όλη τη μέρα. Η Άννα πάλι, όλο και κάποια αφορμή έβρισκε για να την κοπανάει από το σπίτι της και να επισκέπτεται τα κτήματα και τ' αμπέλι της οικογένειας έξω από το χωριό. Και έτσι έβρισκαν τρόπο να συναντιούνται κάθε μέρα. Την νύχτα η Άννα δεν χρειαζόταν ούτε αφορμή. Περίμενε ν' αρχίσουν να ροχαλίζουν οι γονείς της για να την κοπανήσει και να τρέξει να βρει τον Γιώργη.
Έτσι πέρασε εκείνο το καλοκαίρι με τους δυο τους να χαίρονται τον έρωτά τους όπου και όπως μπορούσαν. Ο υπόλοιπος κόσμος είχε σταματήσει να υπάρχει γι αυτούς και καθένας τους ζούσε κι ανάπνεε μόνο για τον άλλο. Για τις στιγμές που μπορούσαν να βρίσκονται μαζί.
Ήρθε όμως και ο χειμώνας που δεν έφερε μόνο τα χιόνια αλλά και μύρια άλλα προβλήματα στους δυο ερωτευμένους. Τώρα πια δεν ήταν δυνατόν να συναντιούνται και ν' αγαπιούνται έξω. Σε μισό μέτρο χιόνι και με θερμοκρασίες -10 και -15 βαθμών δεν ήταν δυνατόν.
Αλλά και η αγάπη τέχνες κατεργάζεται. Βρέθηκε τρόπος για να συναντιούνται και να μην παγώνουν. Κατά διαστήματα η Άννα φιλοξενούσε τα βράδια ξαδέρφες της στο δωμάτιό της και άλλες φορές πάλι την φιλοξενούσαν αυτές. Κι όταν έπαιρνε τους γονείς ο ύπνος, άνοιγε η πόρτα για τον Γιώργη για να γλιστρήσει μέσα στο σπίτι και να βρει την Άννα. Καμιά κουβέντα, ή κάποιος θόρυβος που μπορεί ν' ακούγονταν, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την παρουσία της ξαδέρφης στο σπίτι. Οι συναντήσεις μεταξύ τους αραίωσαν κάπως αλλά με τον τρόπο αυτό δεν σταμάτησαν τελείως.
Έτυχε τώρα μια βραδιά η Άννα να φιλοξενείται για την περίσταση. Κι ο Γιώργης είχε αρχίσει τις αναγνωριστικές βόλτες γύρω από το σπίτι της ξαδέρφης λίγο πριν τα μεσάνυχτα, μαζί μ' έναν φίλο του.
Τα κορίτσια, ψηλά στο παράθυρο, άρχισαν να ψιθυρίζουν και να λένε στον Γιώργη πως δεν γίνεται να του ανοίξουν απόψε την πόρτα και να τον βάλουν μέσα στο σπίτι, γιατί δίπλα στην πόρτα, κοντά στο τζάκι, κοιμόντουσαν οι γονείς της ξαδέρφης της Άννας. Θάπρεπε να βρεί τρόπο να σκαρφαλώσει από το παράθυρο.
Το παράθυρο όμως ήταν ψηλά. Ο Γιώργης, με την βοήθεια του φίλου, κάπου βρήκε μια σκάλα. Ένας στενός διάδρομος, από την μεριά που ήταν το παράθυρο, χώριζε το σπίτι της ξαδέρφης από το διπλανό χαμηλότερο σπίτι. Ακούμπησε ο Γιώργης με την βοήθεια πάλι του φίλου την σκάλα κάτω από το παράθυρο αλλά δεν έφτανε. Η σκάλα ήταν κοντή. Τότε την ακούμπησε στον τοίχο του διπλανού σπιτιού, σκαρφάλωσε στην στέγη του, στην συνέχεια τράβηξε την σκάλα πάνω και την ακούμπησε πάνω στην στέγη για να φτάσει στο παράθυρο και να μπει μέσα και να βρεθεί ξανά στην ζεστή αγκαλιά της Άννας.
Αφέθηκαν και οι δυο τους και ξεχάστηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι όταν πήραν χαμπάρι πως κόντευε πια να ξημερώσει άρχισαν να βιάζονται. Ντύθηκε ο Γιώργης, άνοιξε το παράθυρο και πήγε να βγει, αλλά σκάλα δεν υπήρχε απ' έξω. Την είχε μαζέψει ο φίλος του για να μην την πάρει κανείς χαμπάρι. Ο Γιώργης βέβαια δεν μπορούσε να περιμένει σκάλα. Κρεμάστηκε από ένα οριζόντιο κάγκελο του παραθύρου, όπως κρεμιέται κανείς από το μονόζυγο και αφέθηκε να πέσει στον στενό διάδρομο. Ευτυχώς ήταν στρωμένος μ' ένα αρκετά παχύ στρώμα χιονιού που μαλάκωσε την πτώση του. Οι ξαδέρφες από πάνω του πέταξαν την χλαίνη του, την φόρεσε αυτός και εξαφανίστηκε.
Ακολούθησαν μερικά ακόμη ραντεβού των δυο ερωτευμένων εκείνον το χειμώνα, αλλά φρόντιζαν να προετοιμάζονται καλύτερα για να μην την ξαναπατήσουν.
Λίγο πριν τελειώσει ο χειμώνας, η Άννα με την βοήθεια κάποιου συγγενούς της στρατιωτικού που ήταν στα πράγματα, κατάφερε να διοριστεί σε μια τράπεζα στην Αθήνα. Ο Γιώργης, λίγο αργότερα πήρε μετάθεση και τελείωσε την θητεία του στα σύνορα στον Έβρο. Οι δρόμοι τους χώρισαν κάπως. Συναντήθηκαν μια δυο φορές ακόμη όπως κατέβαινε ο Γιώργης με άδεια από τον Έβρο στην Κρήτη, και λίγο πριν πάρει το απολυτήριό του από τον στρατό, ο Γιώργης έλαβε ένα γράμμα από την Άννα που τούλεγε πως είχε αρραβωνιαστεί κάποιον συνάδελφό της στην Τράπεζα και πως ο γάμος τους θα γινόταν σύντομα.


Η ιστορία αυτή μέχρι εδώ είναι μια ιστορία συνηθισμένη. Μια ιστορία της ζωής όπως χιλιάδες άλλες. Θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Αλλά έχει μια αρκετά απρόσμενη και ενδιαφέρουσα συνέχεια.
Ο Γιώργης πήρε το απολυτήριό του από τον στρατό, διορίστηκε δάσκαλος στην Κρήτη σ' ένα χωριό και παράλληλα προσπαθούσε να πάρει το πτυχίο του από την Πάντειο, όπου είχε εν τω μεταξύ γραφτεί.
Ανέβηκε στην Αθήνα ύστερα από μερικά χρόνια για να δώσει εξετάσεις για το πτυχίο του, και ένα απόγευμα, όπως έπινε τον καφέ του σ' ένα καφενείο στην Ομόνοια, όπου συνηθίζουν από παλιά να συχνάζουν και να συναντιούνται Κρητικοί, κάποιος της ηλικίας του τον χαιρέτησε. Του φάνηκε γνωστός αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί από που τον γνώριζε. Ο άλλος του θύμισε ποιος είναι. Ένας νεαρός από το χωριό της Άννας που δούλευε στην ταβέρνα δίπλα στο γραφείο του, τον καιρό που ο Γιώργης υπηρετούσε εκεί. Τον κάλεσε ο Γιώργης να πιουν μαζί καφέ και άρχισαν την κουβέντα μιλώντας για τα περασμένα.
Ο Νίκος, έτσι τον έλεγαν τον νεαρό, πήρε θάρρος και του λέει.
-”Θα σου πω κάτι που δεν τόχω πει, χρόνια τώρα σε κανέναν. Θυμάσαι την εποχή που υπηρετούσες στο χωριό μας. Ο πατέρας μου, που ήταν αριστερός, ήταν εκείνη την εποχή εξόριστος από την χούντα σε κάποιο ξερονήσι. Τον χειμώνα του 1969 που εσύ τα είχες με την Άννα ο πατέρας μου ήταν στην Λέρο εξόριστος και τα βάρη της οικογενείας τα είχα αναλάβει εγώ. Την βραδιά που προσπαθούσες ν' ανεβείς στο παράθυρο της ξαδέρφης για να βρεθείς με την Άννα εγώ σ' έβλεπα. Σ' είχα δει από νωρίς να κάνεις τις βόλτες σου αλλά δεν ήξερα ακόμη τι είχες σκοπό να κάνεις. Ο διάδρομος κάτω από το παράθυρο της ξαδέρφης της Άννας οδηγούσε στο σπίτι μου. Όταν σε είδα να κουβαλάς την σκάλα στο διάδρομο με τον φίλο σου, που ήταν γνωστός χαφιές της αστυνομίας, υπέθεσα πως ερχόσουν να κατασκοπεύσεις εμένα. Και αμέσως γέμισα την καραμπίνα του πατέρα μου με φυσίγγια που έχομε για τους λύκους, στήθηκα στο παράθυρό μου και σε σημάδευα. Δεν είχα δει ακόμη τα δυο κορίτσια στο παράθυρο. Και ετοιμαζόμουν να πατήσω την σκανδάλη αν είχες κάνει ακόμη ένα βήμα πιο μέσα. Εκείνη την στιγμή πήρα χαμπάρι τις κοπελιές και τι ετοιμαζόσουν να κάνεις. Την γλίτωσες για δευτερόλεπτα.”


Κωστής Ιούνης 2011

3 σχόλια:

  1. Πολύ ωραία η γραφή σου Κωστή! Γιατί κάτι μου λέει πως το έχεις ζήσει προσωπικά;
    Να έχεις ένα όμορφο βράδυ και μια ξέγνοιαστη εβδομάδα σου εύχομαι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα....καλημέρα....δεν εχει σημασία. Ξέρεις πως μου αρεσει η γραφή σου, στο εχω πει ήδη σε προηγούμενο σχόλιο. Αυτή η ανάρτηση έχει και λίγη περισσότερη σημασία γιά μένα γιατι την ανέβασες 1 μέρα μετά τα γεννεθλιά μου.... Καλή Κυριακή σου εύχομαι

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ευχαριστώ για την επίσκεψη και τα σχόλια. Δεν θέλω να σδας αγριέψω πολύ για να μου ξανάρθετε.
Κωστής